Αναλύσεις | 20/01/2017 | Ilias Kouskouvelis
Είθισται στην αρχή και στο τέλος μίας θητείας, ειδικά ενός σημαντικού παράγοντα της διεθνούς πολιτικής, όπως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, να γίνονται εκτιμήσεις. Στην αρχή της θητείας, η άσκηση είναι πιο δύσκολη, καθώς πρόκειται για προβολή στο μέλλον και κανείς μας δεν μασάει φύλλα δάφνης. Στο τέλος, η προσπάθεια φαίνεται μάλλον πιο εύκολη, καθώς πρόκειται για μία αποτίμηση· ωστόσο χρειάζεται προσοχή, αφού, ενδεχομένως, δεν έχουν φανεί όλες οι θετικές ή αρνητικές συνέπειες ορισμένων πολιτικών
Στην περίπτωση του Μπαράκ Ομπάμα η αποτίμηση, τουλάχιστον για εμένα, είναι προφανής: πρόκειται για έναν πολιτικό που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την κατηγορία εκείνη που η θεωρία των Διεθνών Σχέσεων ονομάζει “ορθολογικούς”. Οι “ορθολογικοί” είναι εκείνοι που πιστεύουν στην ικανότητα των ανθρώπων, εν προκειμένων ηγετών και κρατών (ως σύνολα ανθρώπων), να δράσουν λογικά, να βελτιωθούν σιγά-σιγά και προοδευτικά, να συνεργασθούν, να σεβασθούν τους κανόνες, να προωθήσουν τα συμφέροντά τους μέσω της διπλωματίας, και, κυρίως, να χρησιμοποιήσουν την βία μόνο στην ανάγκη και στον ελάχιστο βαθμό, πάντα υπό προϋποθέσεις που εκ των προτέρων έχουν ορισθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο ήταν και οι εξαγγελίες Ομπάμα, όπως καταγράφηκαν κατά την πρώτη ή και τη δεύτερη προεκλογική του εκστρατεία. Για όσους παρακολουθούν τα διεθνή και έχουν σχετική μνήμη, ήταν ολοφάνερο ότι ο νέος Πρόεδρος, με μικρή πείρα στην διεθνή πολιτική, θα έδινε προτεραιότητα, όπως απαιτούσε και η δύσκολη οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ, στο εσωτερικό. Αυτό και έκανε. Οκτώ χρόνια μετά δεν έχει κανείς αμφιβολία ότι η οικονομία των ΗΠΑ δεν διατρέχει κινδύνους, έχει ανακάμψει και, το κυριότερο, δημιουργεί σταθερά νέες θέσεις εργασίας.
Ήταν ωστόσο ζήτημα αν και κατά πόσο, με βάση τις εξαγγελίες του, οι ΗΠΑ θα αποσύρονταν από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, αν και κατά πόσο θα αντιμετώπιζαν την διεθνή τρομοκρατία (που τότε ονομάζονταν Αλ Κάιντα), ποια θα ήταν η σχέση με το Ιράν, την Ρωσία και την Κίνα, ή τι θα έκαναν σε ζητήματα, όπως του αναπτυσσόμενου κόσμου, του περιβάλλοντος, της δημοκρατικής ανάπτυξης. Σε όλα αυτά υπήρξαν απαντήσεις.
Οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μερικώς από το Αφγανιστάν, πλήρως από το Ιράκ (για να επανέλθουν εμμέσως), κατέφεραν πλήγματα στην Αλ Κάιντα, κατέληξαν σε μία συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, αποκατέστησαν τις σχέσεις με την Κούβα, πήραν πρωτοβουλίες και συνέβαλαν στη υλοποίηση αλλά και στην υιοθέτηση νέων συμφωνιών για το περιβάλλον και για το διεθνές εμπόριο, και δοκίμασαν, έστω και δειλά, την ενθάρρυνση δημοκρατικών αλλαγών σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Παράλληλα, ήρθαν αντιμέτωπες και με μία σειρά προβλημάτων: τις συνέπειες της “Αραβικής Άνοιξης” και τον πόλεμο της Λιβύης, την εμφάνιση του ISIS και τον πόλεμο στο Ιράκ, τον πόλεμο στη Συρία, την κρίση της Ουκρανίας και την προσάρτηση της Κριμαίας, τις αναθεωρητικές διαθέσεις της Ρωσία και της Κίνας, καθώς, και τις προκλήσεις του βορειοκορεάτη δικτάτορα.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εκείνο που αναδείχθηκε ήταν η προσωπικότητα, το προσωπικό στυλ (ο τρόπος) στην διαχείριση των διεθνών θεμάτων, αλλά και το χάρισμα ενός Προέδρου, που όντας διαφορετικός από τους προηγούμενους, δρούσε, ενεργούσε και συχνά γοήτευε συνομιλητές και ακροατήρια στο εξωτερικό. Ο Ομπάμα πρόβαλε έναν διαφορετικό τρόπο άσκησης της εξουσίας, πιο ανθρώπινο, πιο κοντά σε αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως “αμερικανικές αξίες”. Και ήταν αυτό που του επέτρεψε να προωθήσει στο εξωτερικό την εικόνα των ΗΠΑ με έναν διαφορετικό τρόπο και να κάνει πολλούς στον κόσμο, ιδιαίτερα την πλειοψηφία των Ευρωπαίων, να αισθάνονται πιο ασφαλείς και μέλη μίας ευρύτερης κοινότητας. Στις μέρες του, η αμερικανική εικόνα δεν ήταν τόσο εκείνη της “σκληρής” ισχύος, όσο εκείνη της “ήπιας”, όπως αυτή αποκρυσταλλωνόταν στην προσωπική του ακτινοβολία και στον λόγο του.
Ήταν ωστόσο η συγκεκριμένη “ήπια” ισχύς αρκετή για να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλα τα ζητήματα ή να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι όχι. Και τούτο διότι, αφενός μεν, στο διεθνές σύστημα εκείνο που τελικά μετράει είναι οι συσχετισμοί ισχύος και η “σκληρή” ισχύς (το “μπαστούνι”), αφετέρου δε, είχε να αντιμετωπίσει ή να συνεννοηθεί με γνωστούς διεθνώς πολιτικούς, οι οποίοι δεν βλέπουν τον κόσμο με τον δικό του τρόπο. Αυτά είναι προφανώς και τα όρια της “ήπιας” ισχύος, σε ένα διεθνές σύστημα άκρως ανταγωνιστικό, που δεν επιτρέπει κενά, και με δυνάμεις ή ηγέτες που επιχειρούν να επανακαθορίσουν την διεθνή θέση τους.
Δεν είναι βέβαιο αν η οκταετής πολιτική που ακολούθησε, μακροχρόνια θα ωφελήσει τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η οικονομική ανάκαμψη, η υλοποίηση κάποιων σημαντικών πολιτικών (ενέργεια, περιβάλλον, Ιράν, Κούβα) και η σημαντική βελτίωση της εικόνας των ΗΠΑ στο εξωτερικό, καταγράφονται στις επιτυχίες του. Σύμφωνα με ποικιλία δεικτών, οι ΗΠΑ, από πολλές πλευρές, είναι σήμερα ισχυρότερες από ότι το 2008. Κάτι που σίγουρα θα το πιστωθεί ο απερχόμενος Πρόεδρος. Σίγουρα δε η εικόνα τους στον κόσμο είναι πιο ελκυστική από αυτήν που προηγήθηκε και από αυτήν που πιθανώς έρχεται.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο news247.