Η ναυτοσύνη των Ελλήνων: Ομιλία του Καπετάνιου Παναγιώτη Τσάκου

10/06/2019

Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμένα και με γεμίζει με βαθιά συγκίνηση το γεγονός ότι βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα σε μια τόσο εκλεκτή ομάδα ανθρώπων του πνεύματος, των επιχειρήσεων και της δημόσιας ζωής ως αποδέκτης μίας εξαιρετικά τιμητικής διάκρισης και, για τον λόγο αυτό, σας ευχαριστώ θερμά εσάς κύριε Πρύτανη και όλη την Σύγκλητο.

Αυτό που κάνει την τιμή υψηλότερη και την ευχαρίστηση ακόμη μεγαλύτερη είναι ότι η  διάκριση αυτή προέρχεται από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ένα από τα πιο σημαντικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας, με έδρα την ιστορική πόλη της Θεσσαλονίκης, και το οποίο στα 60 χρόνια της λειτουργίας του έχει αναδειχθεί σε υψηλής στάθμης κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών. Ένα Πανεπιστήμιο που ξεχωρίζει για την υψηλή προσφορά του στις ιδέες της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της προσωπικής ανέλιξης, την εμπέδωση των οποίων έχει τόση ανάγκη η σύγχρονη κοινωνία.

Προσωπικά, ποτέ δεν ανέμενα η ζωή να είναι τόσο γενναιόδωρη μαζί μου και να με ανταμείψει με τόσα πολλά και καλά για την απόφασή μου να αφιερώσω τη ζωή μου στην ναυτιλία: στη μεγάλη ναυτιλία των Ελλήνων, για την οποία πρέπει όλοι να είμαστε  ιδιαίτερα υπερήφανοι. Δεν είναι μικρό επίτευγμα για μια χώρα, της οποίας ο πληθυσμός αποτελεί λιγότερο από 2 χιλιοστά του πληθυσμού της γης, να κατέχει τα 200 χιλιοστά του παγκόσμιου στόλου. Και αυτό είναι μια πρωτιά διαρκείας και δεν εμφανίζεται ως διάττων αστέρας που έρχεται, ξαφνιάζει και εξαφανίζεται.

Είμαι ειλικρινά ευγνώμων για την ευκαιρία που μου έδωσε η θάλασσα να εκπληρώσω το πάθος μου και να ταξιδέψω σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, και να γνωρίσω τον κόσμο και τους ανθρώπους της κάθε φυλής, πολιτισμού, θρησκείας, οικονομικής και κοινωνικής τάξης και πολιτικών συστημάτων.

Αποτέλεσμα αυτής της περιπλάνησης είναι αυτό το οποίο δημιουργήσαμε και σήμερα εκπροσωπούμε ως οικογένεια, ως όμιλος εταιρειών μαζί με τους χιλιάδες άνδρες και  γυναίκες -στη θάλασσα και στη στεριά- οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους χέρι-χέρι με εμάς και με τους οποίους μοιραζόμαστε το ίδιο όραμα και τους ίδιους στόχους. Θεωρώ  αυτή την εμπειρία το δικό μου σχολείο της ζωής, το δικό μου Πανεπιστήμιο.

Αυτό το πάθος για τη θάλασσα εμφυτεύθηκε μέσα μας, μέσα στο DNA, από την παιδική μας ηλικία, από τις ιστορίες, τα παραδείγματα, τα επιτεύγματα και τις περιπέτειες των συμπατριωτών μας των προηγουμένων γενιών στα Καρδάμυλλα, στην Χίο ή σε οποιοδήποτε χωριό ή άλλο νησί. Αυτοί οι άνθρωποι ως οικογένεια, ως συγγενείς, ως μέντορες, μας δίδαξαν ότι το μέλλον μας είναι η θάλασσα και για εμάς αυτό ήταν μονόδρομος, ήταν το πεπρωμένο μας. Ρίχνοντας άλλωστε μια ματιά στον χάρτη, βλέπουμε πόσο μικρό και βραχώδες είναι το νησί από το οποίο κατάγομαι, η Χίος. Ολόκληρη η χώρα μας άλλωστε είναι κατά 80% ορεινή, αλλά αν προσθέσουμε το θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, του Ιονίου Πελάγους και του Κρητικού, τότε η χώρα μας έχει έκταση μεγαλύτερη της Γαλλίας. Αν μετρήσουμε δε την ακτογραμμή της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των νησιών, τότε θα διαπιστώσουμε ότι είναι περίπου το ίδιο μήκος με την ακτογραμμή της Κίνας.

Δεδομένου, του γεγονότος ότι το μέγεθος των θαλασσών του ευλογημένου πλανήτη μας είναι περισσότερο από το διπλάσιο της έκτασης της ξηράς κι ότι ο ανεξερεύνητος πλούτος της θάλασσας είναι πολλαπλάσιος, ο καλύτερος αγρός για μας για να καλλιεργήσουμε ώστε να μπορέσουμε καταρχάς να επιβιώσουμε και ο καλύτερος στίβος για να δραστηριοποιηθούμε και να αναδείξουμε τις ικανότητές μας ήταν η θάλασσα. Η θάλασσα για εμάς τους Έλληνες, όπως αποδεικνύεται από την ιστορική διαδρομή της πατρίδας μας ανά τους αιώνες, υπήρξε πάντα πηγή πλούτου και δόξας.

Στη μνήμη λοιπόν και προς τιμήν όλων των δοξασμένων ναυτικών των προηγούμενων γενεών αποτίνω φόρο τιμής και σεβασμό αφιερώνοντας σε αυτούς την σημερινή διάκριση που τόσο γενναιόδωρα εσείς  μου απονέμετε.  Σε αυτούς που μέσα από τη σκληρή δουλειά, τον μόχθο, τον ιδρώτα, τα δάκρυα, τον πόνο και τις θυσίες τους δημιούργησαν το Ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα.

Η ύπαρξη και η λειτουργία της Ναυτιλίας βασίζεται σε τρεις κύριους συντελεστές: στην Πολιτεία, στην Ναυτεργασία και στην Πλοιοκτησία. Η αρμονική συνεργασία μεταξύ των τριών αυτών εμπλεκομένων μερών επιφέρει και διασφαλίζει την επιτυχή εδραίωση και ανάπτυξη της.

Η αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των ελληνικών πλοίων τις τελευταίες δεκαετίες τεκμηριώνει αυτήν την παγκόσμια πρωτιά διαρκείας. Αυτή όμως δεν έχει ακολουθηθεί  από την αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των Ελλήνων ναυτικών. Είναι πραγματικά οδυνηρό ότι ο αριθμός των Ελλήνων ναυτικών έχει μειωθεί στο ένα δέκατο από αυτό που ήταν στις ημέρες μου στη θάλασσα, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των ελληνόκτητων πλοίων έχει πολλαπλασιαστεί. Αντιμετωπίζουμε δηλαδή άμεσο κίνδυνο αφελληνισμού της ναυτιλίας λόγω λειψανδρίας, ενώ συνεχίζοντας της επάνδρωση των πλοίων μας με ξένους ναυτικούς δημιουργούμε ανταγωνιστές στους οποίους σιγά-σιγά μεταφέρουμε την ναυτική και ναυτιλιακή τεχνογνωσία μας.

Η Ιστορία θα είναι αμείλικτη απέναντι μας αν επιτρέψουμε τα παραπάνω να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν. Θα πρέπει όλοι μας κι ο καθένας από μας από το δικό του μετερίζι να αναλογιστεί τις ευθύνες του, κι ολόψυχα να επιδοθούμε σε πανεθνική σταυροφορία για να ενθαρρύνουμε τους νέους και τις νέες της πατρίδας μας να αγαπήσουν τη θάλασσα και ν’ ασχοληθούν με τα ναυτιλιακά και παραναυτιλιακά επαγγέλματα με αποφασιστικότητα και ενθουσιασμό.

Σήμερα που οι νέοι μας επιδεικνύουν και πάλι ενδιαφέρον για τον πρωτογενή τομέα, αλλά και για την απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων, δυστυχώς βρίσκουν τη ναυτική εκπαίδευση με αριθμητικούς περιορισμούς ως προς την είσοδο σε αυτήν, όπως και ποιοτικές ανεπάρκειες και καθυστερήσεις στην φάση των σπουδών τους.

Οφείλουμε να δουλέψουμε όλοι μαζί για ξεπεράσουμε αυτά τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις και να βρούμε λύσεις. Η θάλασσα είναι γενναιόδωρη και δίκαιη. Όταν την σέβεσαι, θα σε σεβαστεί. Και θα πάρεις πάντα από αυτήν εκείνα που αξίζεις.

Η θάλασσα αγαπά τους τολμηρούς και εκτιμά εκείνους που αρπάζουν τις ευκαιρίες. Ανταμείβει όποιον καταλαβαίνει πότε είναι η στιγμή για να την κατακτήσει. Κι όταν την κατακτήσεις, σου αφήνεται…

Η βελτίωση και εκσυγχρονισμός της ναυτικής μας εκπαίδευσης στην ανωτέρα αλλά και δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα προσελκύσει τους πιο ικανούς και ταλαντούχους της νεολαίας μας και θα επιφέρει την απαιτούμενη σύνδεση στης ναυτιλίας μας με τον εθνικό μας κορμό, δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε όλους τους τομείς που αποτελούν το πλέγμα της ναυτιλιακής βιομηχανίας. Στα ναυτιλιακά γραφεία, στα λιμάνια, στις ασφαλίσεις, στις χρηματοδοτήσεις, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στις προμήθειες, στα εξαρτήματα πλοίων, μέχρι τις επισκευές και την ναυπήγηση πλοίων, όπως γινόταν παλιά.

Η ναυτιλία μας έχει τόση ορμή και τέτοια επιτάχυνση που συνδεδεμένη με την εθνική οικονομία θα μπορούσε να αποτελέσει έναν τεράστιο μοχλό δύναμης, ανάπτυξης και προόδου. Οι μεταφορές και το εμπόριο ήταν άλλωστε πάντοτε η κινητήριος δύναμη της οικονομίας, ανάπτυξης και πολιτισμού όπως προκύπτει και από ένα  χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ξενοφώντος στους «Πόρους ή περί Προσόδων» το οποίο συνοπτικά τονίζει ότι αναγνωρίζοντας τα πολλαπλά οφέλη της πόλης και του λιμένος από την έλευση πλοίων και την επίσκεψη πλοιάρχων και εμπόρων, προτείνει φιλοξενία και τιμάς προς αυτούς.

Επιστρέφοντας στο θέμα της εκπαίδευσης, επιτρέψτε μου να πω ότι η παιδεία, είναι πολύ περισσότερο από την παροχή των δεξιοτήτων που απαιτούνται για να συμβαδίσει κάποιος με τις αυξημένες τεχνολογικές απαιτήσεις. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε στους νέους το πνεύμα της ομαδικής εργασίας, την ικανότητα ηγεσίας, την θετική στάση, την  υπευθυνότητα, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, την σωστή κρίση. Στο χώρο της ναυτιλίας από τον οποίο προέρχομαι όλα αυτά ορίζονται με μια λέξη: ναυτοσύνη. Ο ορισμός της «ναυτοσύνης» υπερβαίνει την απλή έννοια της τέχνης και της επιστήμης για τον χειρισμό και την πλοήγηση ενός σκάφους. Είναι όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με ήθος, τιμιότητα, ταπεινότητα, σύνεση, ευγένεια στον δρόμο προς την Αριστεία.

Με αποφασιστικότητα και αίσθημα ευθύνης ας σταθούμε όλοι στο ύψος των περιστάσεων, με σεβασμό στην κληρονομιά της ναυτοσύνης που μας άφησαν οι πρόγονοί μας και με υπευθυνότητα προς τις νέες και επερχόμενες γενεές. Οφείλουμε τουλάχιστον να κληροδοτήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, μια Ελλάδα το ίδιο καλή σε αρετές και αξίες με αυτή που παραλάβαμε από τους δικούς μας γονείς.

Είμαι δε ιδιαίτερα χαρούμενος και συγκινημένος που βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα σας σε αυτήν την περίλαμπρη και ιστορική πόλη της Θεσσαλονίκης. Μιας πόλης που η ιστορία της από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την θάλασσα. Αυτό βέβαια οφείλεται στο σημαντικό γεωπολιτικό και στρατηγικό της ρόλο, ο οποίος ανέκαθεν την καθιστούσε λιμενικό, μεταφορικό και κόμβο εμπορίου, αλλά οφείλεται και στην εξωστρέφεια των κατοίκων της. Αυτά τα χαρακτηριστικά την κατέστησαν δικαίως εμπορική πρωτεύουσα όλων των Βαλκανίων.

Πέρα όμως από εκεί, δεν είναι τυχαίο ότι η πόλη στρέφεται ολόκληρη,  ατενίζει και αγκαλιάζει την θάλασσα. Ως ναυτικός, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ τον ποιητή της θάλασσας και των ναυτικών, τον Νίκο Καββαδία,  ο οποίος στο ποίημα του για την Θεσσαλονίκη, λέει: «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.»

Κλείνοντας επιθυμώ να εκφράσω το μεγάλο μου σεβασμό σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα για το λειτούργημα που επιτελείτε, αναφέροντας τη ρήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πιο διάσημου μαθητή του μεγάλου μας φιλοσόφου Αριστοτέλη, που και οι δύο -δάσκαλος και μαθητής- γεννήθηκαν εδώ κοντά, στην ιστορική τούτη περιοχή, η οποία ήταν πάντα γεμάτη ανήσυχα πνεύματα και διάθεση για μάθηση, έρευνα, και πρόοδο, και ο οποίος είπε: «Εις μεν τον πατέρα μου οφείλω το ζην, εις δε τον διδάσκαλό μου το ευ ζην».

Ο  Καπετάνιος Παναγιώτης Τσάκος έκανε την παραπάνω ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,  στις 15 Μαΐου 2019, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

 

Related posts