Λαϊκισμός και Μετα-Αλήθεια: μια Βιοπολιτική Προσέγγιση

18/01/2020

Του Βασίλη ΠαϊπάηΕπίκουρου Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, στο University of St Andrews στη Σκωτία

Ένα από τα φαινόμενα με την εντυπωσιακότερη εξάπλωση σε παγκόσμιο επίπεδο την τελευταία δεκαετία είναι η άνοδος λαϊκιστικών πολιτικών σχηματισμών και η, μέσω αυτών, αμφισβήτηση αυτού που συνήθως ονομάζεται παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, δηλαδή ενός πλέγματος οργανισμών, διεθνών θεσμών, σχέσεων, και εθισμών που ρύθμιζε τις διακρατικές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου με εγγυητή τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες είχαν συνειδητά επιλέξει την οδό του ήπιου ηγεμονισμού στην διαχείριση του μεταπολεμικού κόσμου παρέχοντας ασφάλεια στους συμμάχους τους και διαχέοντας τα οφέλη της μεταπολεμικής ευημερίας. Η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ στην προεδρία των ΗΠΑ το 2016 αποτέλεσε για πολλούς μια αληθινή ψυχρολουσία, αν και ήδη τα προμηνύματα δεν ήταν ενθαρρυντικά με την άνοδο ακραίων δεξιών λαϊκιστικών κυβερνήσεων σε Πολωνία και Ουγγαρία -στις οποίες αργότερα θα προστίθετο και η Αυστρία. Την ίδια στιγμή, η επικράτηση του ευρωσκεπτικιστικού στρατοπέδου στη Μεγάλη Βρετανία μετά το δημοψήφισμα που κατάφερε να απομακρύνει την χώρα απο την Ευρωπαϊκή Ένωση και, αργότερα, η με αξιώσεις διεκδίκηση της γαλλικής προεδρίας απο την Μαρίν Λε Πέν στις προεδρικές εκλογές του 2017 συμπλήρωσαν το παζλ των κοσμογονικών αλλαγών.

Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο πλανήτης ζει την τελευταία δεκαετία στον αστερισμό κυρίως του δεξιού λαϊκισμού, χωρίς να λείπουν παραδείγματα λαϊκισμού αριστερής κοπής, όπως το καθεστώς Μαδούρο στην Βενεζουέλα και το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Η πολιτική θεωρία είναι διχασμένη ως προς την ανάγνωση και ερμηνεία του φαινομένου, καθώς επί του θέματος υπάρχουν διϊστάμενες προσεγγίσεις, κατά το πλείστον αρνητικές από στοχαστές που προέρχονται από το φιλελεύθερο στρατόπεδο, ενώ οι θετικές αναγνώσεις εντοπίζονται κυρίως στο χώρο της μετα-μαρξιστικής μεταμοντέρνας διανόησης που διαβλέπει σε αυτό μια ευκαιρία ανανέωσης και αναπροσανατολισμού του προοδευτικού προτάγματος. Μελετητές, όπως οι Cas Mudde και Jan-Werner Müller, τείνουν να προσεγγίζουν τον λαϊκισμό καταγγελτικά ως παρεκτροπή του ομαλού πολιτικού βίου και απειλή για την δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα, και τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Αντίθετα, με άξονα την μετα-μαρξιστική θεωρία του λαϊκισμού του Ernesto Laclau, επηρεασμένου από την γκραμσιανή θεωρία της ηγεμονίας, η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση της αριστεράς των κοινωνικών κινημάτων διακηρύσσει ότι μια προοδευτική συμμαχία ετερόκλητων αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης και χειραφέτησης, υπό την πολιτική ηγεμονία πολυσυλλεκτικών αλλά πλειοψηφικών προοδευτικών σχημάτων, μπορεί να αποτελέσει την θρυαλλίδα πραγματικού εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, στη βάση ακόμα και εξωκοινοβουλευτικών εγχειρημάτων, που όμως διεκδικούν καθολική αποδοχή και απήχηση. Αυτή η δεύτερη προσέγγιση αποφεύγει το φετιχισμό της ‘θεσμολαγνείας’ ως εκβιασμό προερχόμενο από αποπολιτικοποιημένες εκδοχές του φιλελεύθερου προτάγματος, αλλά την ίδια στιγμή δεν προσφέρει πάντοτε πειστικές απαντήσεις όσον αναφορά τους κινδύνους που κρύβει μια πολιτική απορρύθμισης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι ο δεξιός λαϊκισμός εμφανίζει σημάδια καλύτερης προσαρμογής στις απαιτήσεις της νέας εποχής εκτοξεύοντας κατηγορίες περί ελιτισμού και αποξένωσης από το λαϊκό αίσθημα κατά του φιλελεύθερου κατεστημένου και συσκοτίζοντας το πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας μέσω της διάδοσης της θολής κουλτούρας της μετα-αλήθειας. Η νέα αυτή ρητορική που απλώνεται με ρυθμούς επιδημίας αμφισβητεί το σύνορο μεταξύ αλήθειας και προπαγάνδας, τεχνικής γνώσης και ιδεολογικής τοποθέτησης. Ουσιαστικά, αναγγέλλει τον ‘θάνατο της αλήθειας’ και την ανάδυση μιας μετα-βεμπεριανής εποχής απόλυτου σχετικισμού, στην οποία η γνώση και η υπεράσπισή της μετατρέπεται σε συνάρτηση της ισχύος και επιρροής του κατόχου της. Θύματα αυτού του νέου μεταμοντέρνου λαϊκισμού είναι, συνήθως, οι φιλελεύθερες πνευματικές, πολιτικές, και οικονομικές ελίτ, οι παντός είδους τεχνοκράτες, τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας, τα δυσάρεστα επιστημονικά πορίσματα (κλιματική αλλαγή), ακόμα και επιστημονικά δεδομένα δεκαετιών στους τομείς της βιολογίας, της φυσικής, και της ιατρικής (βλ. π.χ. κίνημα κατά των εμβολίων).

Το αξιοπερίεργο μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ότι μέσω περίεργων υπόγειων διαδρομών αυτή η λαϊκιστική αντίδραση ενάντια στη κουλτούρα των ‘ειδικών’, και σε ό,τι ο Michel Foucault θα ονόμαζε μηχανισμούς βιοπολιτικού ελέγχου και χειραγώγησης των πληθυσμών, συναντιέται αναπάντεχα με ένα βολουνταρισμό που βρίσκεται στην καρδιά του δημοκρατικού ιδεώδους. Αυτό ίσως να εξηγεί την προοδευτική ερμηνεία του λαϊκιστικού φαινομένου από διανοητές που δεν έχουν λιγότερες ευαισθησίες για την απελευθέρωση του ατόμου από τους φιλελεύθερους. Θα μπορούσε κανείς τότε, ενδεχομένως, να εγείρει τον προκλητικό ισχυρισμό ότι, αντίστροφα, κάθε κριτική στην μετα-αλήθεια συνιστά υπεράσπιση της φιλελεύθερης βιοπολιτικής ‘κυβερνητικότητας’ (governmentality) που απειλεί τη δημοκρατία. Την ίδια στιγμή όμως μια τέτοια προσέγγιση θα έκλεινε τα μάτια στην αντι-δημοκρατικότητα φαινομένων όπως η διάδοση της καχυποψίας και της τοξικότητας στο δημόσιο λόγο, η δολοφονία χαρακτήρων, η αμφισβήτηση και χειραγώγηση εμπειρικών δεδομένων, και η δημιουργία θαλάμων αυτεπιβεβαίωσης (echo chambers) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου ο πλουραλισμός και ανεκτικότητα ασφυκτιούν.

Το παράδοξο, λοιπόν, μιας πρακτικής όπως η πολιτική της μετα-αλήθειας, που εμφανίζεται να αντιτίθεται στον βιοπολιτικό έλεγχο της ζωής από τις πρακτικές μιας νεοφιλελεύθερης τεχνοκρατικής ελίτ και, ταυτόχρονα, να αποτελεί απειλή για την ελευθερία και τη δημοκρατία, μπορεί να επιλυθεί μόνο αν συμφωνήσουμε ότι η ενδεχομενική ετερογένεια μεταξύ δημοκρατίας και βιοπολιτικής δεν συνιστά μονόδρομο αλλά, αντίθετα, ιδρύει ένα πεδίο δημιουργικού συσχετισμού και διαλεκτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των δυο. Στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής βιοπολιτικής, όπως προωθείται από σύγχρονους στοχαστές όπως οι Roberto Esposito, Miguel Vatter και Sergei Prozorov, η όποια επιστημονική αλήθεια δεν μεταφράζεται αυτόματα σε πολιτικό θέσφατο, αλλά αντίθετα γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης στην δημοκρατική κονίστρα χωρίς να αμβισβητείται το κύρος της, αλλά και χωρίς να απολυτοποιείται. Υπό αυτή τη λογική, το αντίθετο στην κυριαρχία του τεχνοκρατικού πνεύματος δεν είναι ο μηδενισμός της μετα-αλήθειας, αλλά μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα όπου η αλήθεια, ή μάλλον η αναζήτησή της, κυβερνά ως τρόπος ζωής αλλά δεν βασιλεύει ως ακλόνητη θετικότητα.

Επομένως, μια καταφατική εκδοχή της βιοπολιτικής συνθήκης θα αντιμετώπιζε τη διαπλοκή πολιτικής πρακτικής και επιστημονικής γνώσης, ενεργού πολίτη και επαΐοντα, ως μια ευκαιρία για αναζωογόνηση της δημόσιας συζήτησης γύρω από θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη, την πλανητική ειρήνη, την διάσωση του πλανητικού οικοσυστήματος, και τις σύγχρονες προκλήσεις της βιοτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Σε μια τέτοια προοπτική, προβεβλημένες περιπτώσεις δημόσιας επίκλησης της επιστημονικής αυθεντίας, όπως για παράδειγμα αυτή της Σουηδής ακτιβίστριας Greta Thunberg, δεν θα πρέπει ίσως να αντιμετωπίζονται ως αφ’υψηλού επιβολή μιας αδιαφιλονίκητης αλήθειας που τροφοδοτεί την αποπολιτικοποίηση και την μνησίκακη αντιδραστικότητα. Αντίθετα, μια δημιουργική σύμφυρση της καταφατικής βιοπολιτικής οπτικής και του δημοκρατικού ήθους θα τις αντιμετώπιζε ως ενεργητικές εκδηλώσεις παρρησιαστικού λόγου και δημοκρατικής εγρήγορσης που σαρκώνουν μια αγωνιστική μορφή πολιτικής ενεργοποίησης και παρέμβασης, απευθείας αντίθετης στο μετα-πολιτικό ήθος του σχετικισμού της μετα-αλήθειας.        

Το κείμενο αποτελεί μέρος της σειράς αναλύσεων του ΙΔΕΑΑ για το 2020 με τίτλο: “Εμείς και ο Κόσμος το 2020” που θα ολοκληρωθούν μέσα στον Ιανουάριο του 2020. Η αναπαραγωγή του περιεχομένου επιτρέπεται με αναφορά στον συγγραφέα και στο ΙΔΕΑΑ και σύνδεσμο στην αρχική πηγή του άρθρου. Για επικοινωνία με τον συγγραφέα του άρθρου: e-mail

 

 

Related posts