Η Κρίση ως Εργαλείο Πολιτικής

16/01/2020

Του Νίκου Λυσιγάκη, Υποψήφιου Διδάκτορα του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για την εξωτερική πολιτική. Αυτό είναι ένα άκρως ερεθιστικό συμπέρασμα, στο οποίο πολλές φορές καταλήγουν αναλυτές μετρήσεων της δημόσιας γνώμης, όταν θέτουν ερωτήματα σχετικά με τις προτεραιότητες που θα πρέπει να έχει η εκάστοτε Κυβέρνηση. Απόρροια αυτής της πραγματικότητας είναι πολύ σπάνια να εκλέγεται πολιτικός ηγέτης με πολιτική πλατφόρμα που βασίζεται στην εξωτερική πολιτική. Οι αρχιτέκτονες κάθε καμπάνιας αυτονόητα εστιάζουν στα θέματα εκείνα που η κοινωνία ζητά απαντήσεις.

Προφανώς, η παραπάνω ιεράρχηση διαφοροποιείται, όταν ξεσπούν κρίσεις. Τότε το ενδιαφέρον για τα γεγονότα μεγεθύνεται και η αναζήτηση για εξελίξεις σε συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη, αυξάνεται. Όσο περισσότερο εμπλέκεται δε μια χώρα σ’ αυτή την κρίση, τόσο περισσότερο κατακόρυφα αυξάνεται και το ενδιαφέρον της κοινωνίας που την απαρτίζει. H ανάδειξη αυτής της παρατήρησης σε αξίωμα, μας οδηγεί σε παράπλευρα -πλην χρήσιμα- συμπεράσματα. 

Τα περιθώρια ελιγμών ενός πολιτικού ηγέτη στην εσωτερική ατζέντα είναι πεπερασμένα. Είτε επειδή σ’ αυτά έχει τοποθετηθεί ενδελεχώς προεκλογικά, είτε λόγω της συνειδητοποίησης -έπειτα από την ανάληψη των καθηκόντων του- πως η πραγματική δυνατότητα παρεμβάσεων του είναι είτε περιορισμένη, είτε μακροπρόθεσμη· λόγω δημοσιονομικών δεσμεύσεων ή «εκλογικών μαθηματικών».

Από την άλλη, το γεγονός πως η εσωτερική ατζέντα διέπεται πολλές φορές από συγκεκριμένους περιορισμούς, αναδεικνύει τη διεθνή αρένα ως ένα πεδίο με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων για πολιτικούς ηγέτες που θέλουν να διαμορφώσουν ένα ισχυρό προφίλ. «Αν δεν υπήρχαν τα Falklands, ίσως μετά από λίγους μήνες να μην υπήρχε Margaret Thatcher», ενώ αντίστοιχες δοκιμασίες θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ίσως πέρασαν ο Tony Blair, o George.W. Bush ή ακόμα και ο Barack Obama, όταν απέναντι στις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην αμερικανική οικονομία έστρεψε το βλέμμα της χώρας στην Αραβική Άνοιξη και την εξόντωση του Osama bin Laden. 

Μια κρίση σε διεθνοπολιτικό επίπεδο δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν τις ριζοσπαστικές αλλαγές περιορίζοντας το πολιτικό κόστος και παράλληλα διευρύνει τα μέσα που μπορεί να έχει στη διάθεση του ένας πολιτικός για την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών. Στην ουσία, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, ώστε να προχωρήσει σε σημαντικές κινήσεις, που υπό άλλες συνθήκες δε θα μπορούσε υπό το φόβο του πολιτικού κόστους. 

Καταδικασμένη να επιβιώνει σε μια περιοχή γεμάτη δαίμονες, η Ελλάδα σήμερα προσπαθεί να βρει βηματισμό μετά από δέκα χρόνια κρίσης χρέους. Το 2020 θα τη βρει με περιορισμένες δημοσιονομικές δυνατότητες, ανάγκη αναβάθμισης του στρατιωτικού της εξοπλισμού, ενώπιον μιας διαρκούς μεταναστευτικής κρίσης και για ακόμα μία φορά αντιμέτωπη με τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η προσπάθεια του Tayip Erdogan να επιβάλει μαξιμαλιστικές θέσεις κόντρα στο Διεθνές Δίκαιο, προσέφερε στον Πρωθυπουργό Κυριάκου Μητσοτάκη την ευκαιρία να διεθνοποιήσει το πρόβλημα, να κερδίσει τη δημόσια στήριξη της ευρωπαϊκής ηγεσίας και να ισχυροποιήσει το διεθνές προφίλ του, ιδιαίτερα μέσα από τη συζήτηση για την επόμενη ημέρα του ΝΑΤΟ. 

Κι’ όμως, η χρονική στιγμή που αυτή η κρίση ξεσπά, δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη από την Ελλάδα. Όχι μόνο για ριζική αναδιοργάνωση του στρατεύματος κόντρα στα τοπικά συμφέροντα και επαναπροσδιορισμό της στρατιωτικής θητείας, αλλά ολιστικότερα. Η μόχλευση που μπορούν να προκαλέσουν τα διεθνή γεγονότα ανοίγει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα, ώστε να ανακτήσει μέρος του διεθνούς πολιτικού της κεφαλαίου και να διεκδικήσει έμπρακτη στήριξη από το διεθνές περιβάλλον,  ως πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Οι χειρισμοί του Tayip Erdogan στο ενεργειακό πεδίο και η έμπνευση του να συνάψει μια αμφισβητούμενου κύρους συμφωνία με το σημερινό καθεστώς της Τρίπολης, υπενθύμισε σε όλους μας, πως η Λιβύη δεν είναι όσο μακριά νομίζουμε. Είναι προς τα ζωτικά συμφέροντα της πατρίδας μας να την έχει ψηλά στο χάρτη των διεθνών προτεραιοτήτων της, σε βαθμό αντίστοιχο με εκείνο των βορείων συνόρων της.

Ο άξονας Ιερουσαλήμ – Λευκωσία – Κάιρο – Αθήνα, διαμορφώνει μια αλυσίδα κρατών με σημαντική επίδραση στις εξελίξεις της περιοχής και μοναδικές ευκαιρίες συνεργασίας και παρέμβασης, τις οποίες η χώρα μας πρέπει να υλοποιήσει στρατηγικά με όρους έξυπνης ισχύος. Η Ελλάδα οφείλει να επενδύσει σε όσα μέσα χρειάζονται ή να αναζητήσει διεθνώς όσα μέσα απαιτούνται για να αποκτήσει βάθος αυτή η συνεργασία και να επεκταθεί περαιτέρω. «Καμία καλή κρίση δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένη», σημειώνουν μερικά από τα καλύτερα εγχειρίδια στρατηγικής επικοινωνίας. 

Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Ελλάδας,  έχει μια μοναδική δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την κρίση που δημιουργεί η τουρκική πλευρά και να ανακτήσει το διπλωματικό κεφάλαιο που απώλεσε την τελευταία εικοσαετία στην περιοχή της Μεσογείου. Να επενδύσει τα μέγιστα και πολυεπίπεδα στην αποτρεπτική ισχύ της χώρας και τις διεθνείς συνεργασίες με τις φίλιες δυνάμεις της περιοχής, με όποιο κόστος. Η εξασφάλιση της εθνικής ασφάλειας άλλωστε, προηγείται οποιουδήποτε εφήμερου οικονομικού μερίσματος.

*Το κείμενο αποτελεί μέρος της σειράς αναλύσεων του ΙΔΕΑΑ για το 2020 με τίτλο: “Εμείς και ο Κόσμος το 2020” που θα ολοκληρωθούν μέσα στον Ιανουάριο του 2020. Η αναπαραγωγή του περιεχομένου επιτρέπεται με αναφορά στον συγγραφέα και στο ΙΔΕΑΑ και σύνδεσμο στην αρχική πηγή του άρθρου.

Related posts