Ανταγωνισμοί και Συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο και η Ελλάδα

03/01/2020

Της Ρεβέκκας Παιδή, Επίκουρης Καθηγήτριας στο Τμήμα ΔΕΣ

Η Ανατολική Μεσόγειος θα βρίσκεται στο προσκήνιο και θα αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στην Τουρκία και τις υπόλοιπες δυνάμεις και το 2020. Η θέση της Ελλάδας παραμένει δύσκολη, καθώς διαχρονικά η Τουρκία αποτελεί έναν κακό γείτονα. Όμως, τόσο η θέση της Ελλάδας, όσο και η θέση της Τουρκίας είναι διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν, όπως διαφορετικό είναι το τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο και τον κόσμο. Είναι ανάγκη να δούμε τις εξελίξεις στην περιοχή υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων με όρους παρόντος και μέλλοντος 

Η αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να σχετίζεται με το Κυπριακό, τις διεκδικήσεις της από την Ελλάδα, τις ευκαιρίες που θα προκύψουν με την αξιοποίηση των φυσικών πόρων, την ανάγκη για εσωτερική επικράτηση του Προέδρου Ερντογάν. Ωστόσο, η κινητήριος δύναμη της επιθετικότητάς της είναι ο ρόλος που φιλοδοξεί να διαδραματίσει η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. 

Οι κρίσεις μεγαλείου της Τουρκίας και του ηγέτη της διέπουν κάθε της κίνηση τα τελευταία χρόνια. Τα νεο-οθωμανικά της σχέδια, η εμπλοκή της στη Συρία και σε άλλες χώρες της περιοχής μετά την Αραβική Άνοιξη, η στρατηγική αύξησης ήπιας ισχύος στα Βαλκάνια και τον μουσουλμανικό κόσμο, οι επικοινωνιακές φιέστες για το υποβρύχιο που κατασκευάστηκε στην Τουρκία ή το πρώτο ηλεκτρικό αυτοκίνητο, οι επαφές με τη Ρωσία, το Ιράν, αλλά και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ για τα ζητήματα της περιοχής είναι ενδεικτικά των επιδιώξεων της Τουρκίας να κατακτήσει μία νέα, ανώτερη θέση στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος

Οι επιδιώξεις της φαίνεται να ευνοούνται συγκυριακά από την αβεβαιότητα που επέφερε η Προεδρία Τραμπ, την επιστροφή της Ρωσίας στην περιοχή, την εσωστρέφεια που έφεραν η οικονομική και η προσφυγική κρίση στην ΕΕ, και τον ανταγωνισμό που προκαλεί η ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης. 

Οι σχέσεις της Τουρκίας με κάθε σημαντικό παίκτη έχουν μεταβληθεί. Σε ό,τι αφορά στις ΗΠΑ, μπορεί ο Πρόεδρος Ερντογάν να διατηρεί μία καλή σχέση με τον Πρόεδρο Τραμπ, αλλά η Τουρκία γνωρίζει μία πρωτοφανή απώλεια επιρροής στους υπόλοιπους πυλώνες της Αμερικανικής πολιτικής. Σε σχέση με την ΕΕ, φαίνεται ότι η κατεύθυνση των πιέσεων έχει αντιστραφεί. Ενώ στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, ήταν η ΕΕ που ασκούσε πιέσεις στην Τουρκία για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, στη δεύτερη δεκαετία και ιδιαιτέρως μετά την προσφυγική κρίση, η Τουρκία ανέλαβε τον ρόλο του ρυθμιστή των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και επιχειρεί να καταστήσει την ΕΕ δέσμια των απειλών του Τούρκου Προέδρου. Στην αρχή της νέας δεκαετίας η ΕΕ καλείται να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με την Τουρκία, αναγνωρίζοντας τη σημασία της Τουρκίας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα, τόσο εντός της χώρας, όσο και στην περιοχή και επιπλέον τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην ίδια την Ένωση.  Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία έχουν προφανώς βελτιωθεί, αν και τα συμφέροντά τους στην περιοχή δεν συμπίπτουν, όπως πρόσφατα αποδείχθηκε στην περίπτωση της Λιβύης. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία έχει παρεκκλίνει από τη Δυτική της τροχιά και επιδιώκει ν’ αποτελέσει έναν διαφορετικό πόλο, όπως δείχνει η αγορά των S-400, και η συμπόρευσή της με Ρωσία και Ιράν στα θέματα της Μέσης Ανατολής. 

Την ισχυρότερη ένδειξη της φιλοδοξίας της Τουρκίας για έναν αναβαθμισμένο ρόλο αποτελεί η επιθετικότητα προς κάθε της γείτονα και η επιδίωξή της να ανατρέψει τη συνεργασία μεταξύ των δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου. Η διεύρυνση και η εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αποτελούν εμπόδιο στα σχέδια της Τουρκίας να ελέγξει την περιοχή. Οι διαδοχικές συναντήσεις κορυφής που διαμορφώνουν δίκτυα συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας, αλλά και στις ένοπλες δυνάμεις, σε εκπαίδευση-έρευνα, γεωργία, τουρισμό, πολιτική προστασία, διασπορά και στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών αλλάζουν την Ανατολική Μεσόγειο. Δημιουργούν ευκαιρίες για τα κράτη της περιοχής, όπως για παράδειγμα η ιστορική συμφωνία για τον αγωγό EastMed, αλλά και για άλλες δυνάμεις, όπως δείχνει η υποστήριξη των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας στις πρωτοβουλίες που προκύπτουν από τις τριμερείς συνεργασίες. Οι αλλαγές στην Ανατολική Μεσόγειο άλλωστε προετοίμασαν το έδαφος για το East Med Act που αποτελεί, πια, νόμο των ΗΠΑ για την Ενέργεια και την Ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και θέτει σε νέα βάση τις σχέσεις ΗΠΑ, Κύπρου και Ελλάδας. 

Η αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ των κρατών στην περιοχή αναβαθμίζει τη θέση κάθε κράτους ξεχωριστά, αλλά και τη σημασία της ίδιας της περιοχής. Πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα που συγκρούεται με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας και έτσι προκύπτει μία σειρά περιφερειακών ανταγωνισμών. Ενδεικτικές του ανταγωνισμού είναι και οι οργισμένες προς κάθε κατεύθυνση ανακοινώσεις του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, έπειτα από πρωτοβουλίες στο πλαίσιο των τριμερών συνεργασιών ή δηλώσεις υποστήριξης προς το δικαίωμα της Κύπρου στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ως αντίδραση της Τουρκίας σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ιδωθεί και η αποτυχημένη, όπως όλα δείχνουν, πρωτοβουλία της να συνυπογράψει μνημόνιο για την ΑΟΖ της με τη Λιβύη. Η απάντηση από την άλλη πλευρά ήρθε άμεσα με την δραστήρια διπλωματία της Ελληνικής πλευράς και την απόρριψη της Συμφωνίας από Ισραήλ, Αίγυπτο, Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ. 

Στο άνοιγμα της νέας δεκαετίας οι όροι που διαμορφώνουν την Ανατολική Μεσόγειο και το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι τελείως διαφορετικοί από εκείνους που υπήρχαν στην περιοχή στις αρχές του αιώνα ή ακόμη και στη δεύτερη δεκαετία του. Η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμόσει τη στρατηγική της στα νέα δεδομένα με σύνεση, βεβαιότητα για τον θετικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην περιοχή, αλλά και σχέδιο για μία  εξωτερική πολιτική βασισμένη στην επιχειρηματικότητα

Η επιχειρηματική εξωτερική πολιτική, χαρακτηριστικό των επιτυχημένων μικρότερων δυνάμεων, αποτελεί μία διαφορετική προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων στη διεθνή πολιτική. Συνίσταται στην εγρήγορση για την αξιοποίηση ευκαιριών, την καινοτομία σε πολιτικές, θεσμούς κ.α., την προώθηση θετικών αλλαγών και την παραγωγή αξίας. Προφανώς μία τέτοια πολιτική απαιτεί ανθεκτικότητα στην αβεβαιότητα και ανάληψη λελογισμένου ρίσκου. Αναγνωρίζει τη σημασία της αυτοβοήθειας στη διεθνή πολιτική, αλλά συγχρόνως, και τη σπουδαιότητα της αξιοποίησης συμμαχιών, συνεργασιών και πόρων που προκύπτουν από αυτές. 

Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, το νέο κεφάλαιο στις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, η συναίνεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις ως προς τον προσανατολισμό της χώρας και η κοινωνική αποδοχή του -ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον ατλαντισμό και τη νέα σχέση μας με το Ισραήλ- η δραστήρια διασπορά, η βελτίωση των οικονομικών δεικτών και της φήμης της χώρας, η αναβάθμιση της σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δημιουργούν, υπό προϋποθέσεις, μία σειρά από ευκαιρίες για τη χώρα. Η Ελλάδα εάν αξιοποιήσει αυτές τις ευκαιρίες  μπορεί να παράξει αξία στην περιοχή, πρωτίστως για τον εαυτό της και την αναβάθμιση της θέσης της, αλλά και για τους συμμάχους και εταίρους της, στην ΕΕ και σε πολυμερείς και διμερείς σχέσεις. Η Ελλάδα ως παραγωγός ασφάλειας στην περιοχή, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι ένας από τους προνομιακούς τομείς δράσης της χώρας μας. Η συντονισμένη αξιοποίηση όλου του Ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού που κινείται γύρω από τη Schuman στις Βρυξέλλες για την προώθηση των Ελληνικών συμφερόντων αποτελεί μια άλλη προοπτική. 

Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να κλείνουμε μέτωπα στο εσωτερικό. Κοινωνική συνοχή, πολιτική συναίνεσης, ποιοτική εκπαίδευση από την προσχολική ηλικία μέχρι το Πανεπιστήμιο, ανάπτυξη στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας, αξιοκρατία, μεταρρυθμίσεις στους τομείς της οικονομίας και της δικαιοσύνης είναι μόνο κάποια εκ των ων ουκ άνευ για μια ισχυρή Ελλάδα στο εξωτερικό. Έτσι, κάθε πολιτική συνδέεται με την εξωτερική πολιτική, γιατί καθορίζει την ενδυνάμωση της χώρας και τη θέση της Ελλάδας στο εξωτερικό.  

Την προσαρμογή ή την αλλαγή κουλτουρας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καλό είναι να ακολουθήσει και ο δημόσιος διάλογος… Δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους του 2003, το 2020.  

Το κείμενο αποτελεί μέρος της σειράς αναλύσεων του ΙΔΕΑΑ για το 2020 με τίτλο: “Εμείς και ο Κόσμος το 2020” που θα ολοκληρωθούν μέσα στον Ιανουάριο του 2020. Η αναπαραγωγή του περιεχομένου επιτρέπεται με αναφορά στον συγγραφέα και στο ΙΔΕΑΑ και σύνδεσμο στην αρχική πηγή του άρθρου. Για επικοινωνία με τη συγγραφέα του άρθρου: e-mail, @revepedi

 

 

Related posts