Τουρκία με σταθερά βήματα προς την αστάθεια

19/01/2017

1. Το παρελθόν

Η τελευταία δεκαπενταετία, η οποία ταυτίζεται με την άνοδο και την κυβέρνηση της χώρας από τον Ερντογάν, μπορεί να θεωρηθεί ως μία περίοδος αύξησης της ισχύος της Τουρκίας. Η χώρα πέτυχε να βελτιώσει την οικονομία της, να θεωρηθεί από τη Δύση ως ένα παράδειγμα δημοκρατίας με μουσουλμανικό άρωμα που άξιζε να προωθηθεί στη Μέση Ανατολή, ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα αύξησε την επιρροή της στην περιοχή.

Ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) ενίσχυσαν συστηματικά τα εξοπλιστικά προγράμματα, επιδιώκοντας, όπως και οι Κεμαλιστές, την απόκτηση πυραυλικών συστημάτων, αεροπλανοφόρου, ακόμη και πυρηνικών όπλων, ώστε να μετατρέψουν την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη. Επίσης, όχι μόνο δεν συνέβαλαν στο να τερματισθεί η παράνομη κατοχή της Κύπρου, αλλά, επειδή οσμίζονταν ενεργειακούς πόρους, δημιούργησαν νέα κρίση τη στιγμή που η Κύπρος επιβεβαίωνε την ύπαρξη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της, αυξάνοντας και τις απαιτήσεις της Τουρκίας στις όποιες διαπραγματεύσεις. Τέλος, το καλοκαίρι του 2015 δημιούργησαν την προσφυγική κρίση – κάποιοι επιμένουν πως αφορούσε πρωταρχικά την Ευρώπη – η οποία έπληξε σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα.

Η κυριαρχία του Ερντογάν και του ΚΔΑ οδήγησε στην αποκάλυψη του πραγματικού προγράμματος ή επιδιώξεών του για την Τουρκία και στο εσωτερικό. Προοδευτικά, στο εσωτερικό, ο Ερντογάν άρχισε να περνάει μέτρα ισλαμοποίησης της κοινωνίας, να περιορίζει την ελευθερία έκφρασης με πρώτη εκείνη του Τύπου, να εφαρμόζει το σχέδιό του για συγκέντρωση εξουσιών διά της μετάβασής του στο προεδρικό αξίωμα και της προσπάθειάς του για μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε προεδρικό. Η ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και οι εκλογικές σκοπιμότητες οδήγησαν και στην αποτυχία της όποιας πολιτικής είχε αρχικά εξαγγελθεί για το Κουρδικό.

Στο εξωτερικό η Τουρκία άρχισε να συμπεριφέρεται ως η άλλοτε οθωμανική αυτοκρατορική δύναμη. Αναμείχθηκε στο θέμα των Παλαιστινίων και συγκρούσθηκε με το Ισραήλ, καταστρέφοντας μία προνομιακή εικοσαετή σχέση. Στην Αίγυπτο υποστήριξε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και επιχείρησε το πολιτικό τους πατρωνάρισμα. Διατήρησε κατά την περίοδο του εμπάργκο μία αμφιλεγόμενη στάση έναντι του Ιράν και συνδέθηκε ενεργά με το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία, φθάνοντας να την υποστηρίξει ακόμη και στην εισβολή στην Υεμένη. Συνέβαλε στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους, επιτρέποντας την μέσω του εδάφους της διακίνηση μουτζαχεντίν, όπλων, αλλά και λαθραίου πετρελαίου, που συνέβαλε στην οικονομική ενίσχυση του Ι.Κ. (ενδεχομένως και της οικογένειας Ερντογάν). Τέλος, παρά τις προνομιακές ακόμη και σε οικογενειακό επίπεδο σχέσεις με τον Άσαντ, αναμείχθηκε ενεργά στην υποκίνηση, επέκταση και μετατροπή μίας πολιτειακής κρίσης στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, του οποίου, μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους και την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων, έγινε μέρος.

2. Το παρόν

Οι παραπάνω πολιτικές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό οδήγησαν κατά την τελευταία διετία σε μία σειρά οξυμένων προβλημάτων. Το αντάρτικο των Κούρδων προοδευτικά αναγεννήθηκε, στον πόλεμο της Συρίας οι τουρκικές πολιτικές ηττήθηκαν και δημιουργήθηκε (με την υποστήριξη και των ΗΠΑ) ένα ακόμη κουρδικό μόρφωμα, το Ι.Κ. κατέταξε τον Ερντογάν, που πιέσθηκε από τη Δύση να αλλάξει στάση, μεταξύ των αντιπάλων του και απάντησε με τρομοκρατικές επιθέσεις, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δυσαρεστήθηκαν, τμήματα του πληθυσμού δυσανασχέτησαν με την προοπτική ισλαμοποίησης κράτους και κοινωνίας, ενώ η οικονομία άρχισε να καταγράφει σοβαρές απώλειες.

Η πύρρεια νίκη του Ερντογάν κατά των πραξικοπηματιών δεν έλυσε κανένα από τα παραπάνω προβλήματα, αλλά ήρθε να προσθέσει και νέα: τις διώξεις, την καταρράκωση του κύρους και την συνεπαγόμενη μείωση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων, τη διάκριση της κοινωνίας σε τουλάχιστον τέσσερις ομάδες (ισλαμιστές, κεμαλιστές, γκιουλενιστές, Κούρδους), την διαπόμπευση όλων εκείνων που καθ’ υποψία συμμετείχαν ή θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στο πραξικόπημα, με λίγα λόγια, πρόσθεσε τον εσωτερικό διχασμό. Κυρίως δε ενίσχυσε τις αυταρχικές, σουλτανικές τάσεις του Ερντογάν, σε μία στιγμή που η χώρα θα χρειαζόταν μία ηγεσία συμφιλιωτική και όχι εκδικητική.

Πρόσθεσε όμως και κάτι ακόμη. Την απώλεια της όποιας υποστήριξης και εμπιστοσύνης των Δυτικών προς τον Ερντογάν, των οποίων η υπομονή φαίνεται πως είχε εξαντληθεί εδώ και καιρό. Βεβαίως, μπορεί η Τουρκία να αποκατέστησε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ και να επιχειρεί να αναθερμάνει τις αντίστοιχες με τη Ρωσία, ωστόσο οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ θα χειροτερεύουν συστηματικά όσο ο Ερντογάν τις κατηγορεί ότι είχαν ανάμειξη στο εναντίον του πραξικόπημα, όσο πιέζει με ανορθόδοξο τρόπο να πετύχει την έκδοση του Γκιουλέν, όσο δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία του Ιντσιρλίκ και στις επιχειρήσεις κατά του Ι.Κ, όσο δεν συμβάλλει στην επίτευξη λύσης στη Συρία, όσο εντείνει την αυταρχική του συμπεριφορά και όσο πλησιάζει τη Ρωσία.

3. Το μέλλον

Τι μπορεί να συμβεί από εδώ και πέρα; Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μεταβατική περίοδο. Είναι επίσης προφανές ότι τα κράτη της ΕΕ είναι εξαιρετικά δύσπιστα απέναντί του λόγω του προσφυγικού, του αυταρχισμού και της επιθετικότητας κατά των γειτόνων του, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Είναι επίσης φανερό ότι άρχισαν να στέλνονται τα πρώτα διπλωματικά προειδοποιητικά μηνύματα προς την Τουρκία. Ήδη ο (απερχόμενος) επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας χρησιμοποίησε μετά από πολλά χρόνια τον όρο «εισβολή» για την Κύπρο, ενώ η ΕΕ διέκοψε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Τα εν λόγω μηνύματα σημαίνουν ότι ο Ερντογάν θα πιεστεί και θα υποχωρήσει στο Κυπριακό ή σε άλλα θέματα, όπως στο Συριακό ή στον πόλεμο κατά του Ι.Κ; Ασφαλώς και όχι! Θα μπορούσαν όμως να θεωρηθούν ως δείγμα υποχώρησης των διπλωματικών ερεισμάτων του στη Δύση και, κυρίως, έλλειψης πολιτικής υποστήριξης ή έλλειψης της συνήθους ανοχής της Δύσης σε μία σειρά προβλημάτων που δημιούργησε ή δημιουργεί ο Ερντογάν. Ακόμη δε περισσότερο, αδιαφορία για το πολιτικό του μέλλον ή, μεσοπρόθεσμα, και το μέλλον της χώρας του, τώρα που οι σχέσεις της Δύσης με το Ιρακινό Κουρδιστάν έχουν σχεδόν επισημοποιηθεί και οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους Κούρδους της Συρίας επιτρέπουν μεγαλύτερο ρόλο και λόγο στο μέλλον της Συρίας.

Η πιθανολογούμενη αδιαφορία για το πολιτικό του μέλλον ή της χώρας του δεν σημαίνει ότι η Δύση θα παύσει να διαχειρίζεται διπλωματικά τον Ερντογάν. Μπορεί όμως να σημαίνει ότι δεν θα σταματήσει την εισαγωγή στην Τουρκία της οποιαδήποτε κρίσης από το εξωτερικό και, ακόμη περισσότερο, δεν θα πράξει οτιδήποτε να εμποδίσει την οποιαδήποτε εξέλιξη στο εσωτερικό της. Τούτο ίσως είναι το κρισιμότερο, καθώς όλα δείχνουν πως τα προβλήματα και οι αντιφάσεις έχουν οξυνθεί και η Τουρκία και πάλι, ενάμισι αιώνα αργότερα, προφανώς ασθενεί.

Το ποια θα είναι η τύχη της εξαρτάται από την αρχή ενός και μόνο ανδρός, του οποίου οι δυνατότητες και οι πολιτικές φαίνεται να έχουν αγγίξει τα όριά τους. Οι χειρισμοί του στις σχέσεις του με τη Δύση θα είναι κρίσιμοι και στην εσωτερική πολιτική σκηνή κρισιμότεροι.

Μέχρι τότε θα πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι και νηφάλιοι. Ο Ερντογάν έχει τόσα πραγματικά μέτωπα και έχει δημιουργήσει τόσους εικονικούς και πραγματικούς εχθρούς στο εσωτερικό και στο εξωτερικό που δεν έχει την πολυτέλεια ή την αξιόμαχη στρατιωτική ικανότητα να εξάγει κρίση δυτικά ή νότια. Όμως, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να μην βιαζόμαστε, αποφεύγοντας λάθη και διολισθήσεις, σε κρίσιμα θέματα όπως οι συστηματικές προκλήσεις κατά της Ελλάδας ή το Κυπριακό, το οποίο, άλλωστε, δεν είναι και στις προτεραιότητες του Ερντογάν.

Ασφαλώς και το μέλλον είναι αβέβαιο και κανείς μας δεν μασάει φύλλα δάφνης, ούτε ερμηνεύει τα σφάγια. Ωστόσο, η πολιτική, πολύ δε περισσότερο η διεθνής, έχει απρόσμενα γυρίσματα και μας διδάσκει πως εκείνος που είναι κατάλληλα προετοιμασμένος, έχοντας ήδη προνοήσει για τις κατάλληλες και εναλλακτικές στρατηγικές, μπορεί να δικαιωθεί από την Ιστορία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Πολιτικό Ημερολόγιο 2017 που επιμελείται ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πλάκας.

Related posts