Ο κύκλος των επανεμφανιζόμενων προσώπων | Ινστιτούτο Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Αμυντικών Αναλύσεων

Ο κύκλος των επανεμφανιζόμενων προσώπων

Αναλύσεις | 26/01/2017 | Iannis Constantinidis


Η διαδικασία εκλογής νέου Πρόεδρου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε μέσα στον Ιανουάριο του 2017, έμελλε να διαμορφώσει νέες εξελίξεις στις Βρυξέλλες.

Από τη συμπόρευση στη ρήξη

Στο πλαίσιο της “μεγάλης συμμαχίας” ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κόμματα, την κεντροδεξιά ευρωπαϊκή ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και την κεντροαριστερή των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, η θητεία του Προέδρου του Κοινοβουλίου είχε ατύπως συμφωνηθεί να μοιράζεται –χρονικά– ανάμεσα σε εκπροσώπους των δυο κομμάτων. Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου από το 2012 ήταν ο Γερμανός, Σοσιαλδημοκράτης, Martin Schulz. Το 2014, προτάθηκε στον ίδιο να είναι και πάλι Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, πρόταση την οποία αποδέχθηκε. Ωστόσο, η πρόταση ήταν μόνο για δυόμιση έτη, καθώς στη συνέχεια, στο πλαίσιο της συμφωνίας των δυο μεγάλων ευρωπαϊκών κομμάτων, σειρά είχε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) να υποδείξει τον επόμενο Πρόεδρο.

Το 2016 η συγκεκριμένη συμφωνία φάνηκε αρχικά να διαταράσσεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, κεντροδεξιό πολιτικό και πρώην Πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, Jean-Claude Juncker, o οποίος εκφράστηκε υπέρ της παραμονής του Martin Schulz στο τιμόνι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ενδιαφέρον του Juncker για τον τυπικά προερχόμενο από αντίπαλο κομματικό χώρο Schulz δεν εκπλήσσει. Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Junker, ο αντιπρόεδρος, Frans Timmermans, ο ηγέτης του ΕΛΚ, Manfred Weber, ο (πρώην πλέον) Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Schulz, και ο ηγέτης της ομάδας των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, Gianni Pittella, είχαν αναπτύξει και εφάρμοζαν από κοινού μια στρατηγική με βραχυπρόθεσμο στόχο την υπερψήφιση νομοσχεδίων από τα δύο κόμματα και μακροπρόθεσμο τον περιορισμό της επιρροής των υπόλοιπων ευρωπαϊκών ομάδων, και κυρίως των δημοσκοπικά ενισχυμένων ακροδεξιών δυνάμεων.

Όμως η διάθεση του Προέδρου της Επιτροπής για την παραμονή του Schulz στη θέση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, δημιούργησε αναταραχές στο ΕΛΚ, το οποίο από το καλοκαίρι του 2016 είχε μπει σε διαδικασία ανεύρεσης υποψήφιων για την θέση του Προέδρου. Παράλληλα, οι εξελίξεις σε εθνικό γερμανικό έδαφος, ώθησαν τον Martin Schulz να δρομολογήσει την απομάκρυνσή του από το Ευρωκοινοβούλιο ώστε να συμμετάσχει ενεργά στην εθνική πολιτική της Γερμανίας. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, από το οποίο προέρχεται, υπέστη πέρυσι σε πολλές περιφερειακές εκλογές σημαντική υποχώρηση, ενώ εξίσου σημαντική είναι και η δημοσκοπική υποχώρηση του κόμματος αναφορικά με τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017.

Οι υποψήφιοι και η εκλογή νέου Προέδρου

Η αποχώρηση του Schulz φαίνεται να άλλαξε πλήρως την ισορροπία δυνάμεων, και πολύ γρήγορα ο κεντροαριστερός Gianni Pittella εξέφρασε την αντίθεσή του με τη συνέχιση της “μεγάλης συμμαχίας” με το ΕΛΚ. Τη διάθεσή του για ρήξη γρήγορα υπέδειξε με τη διαφωνία να ανατεθεί σε κεντροδεξιό υποψήφιο η θέση του Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου για τα επόμενα δυόμιση χρόνια, μέχρι τις επόμενες ευρωεκλογές. Άμεσα ο ίδιος ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τη θέση αυτή. Η ρήξη αυτή έτυχε θερμής υποδοχής από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Συγκεκριμένα, πολλοί έκαναν λόγο περί αναγκαιότητας οι Σοσιαλιστές να σταματήσουν να συνεργάζονται με τους Κεντροδεξιούς, μια κατάσταση, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε ετεροκαθορίσει την πολιτική τους θέση και την ιδεολογική τους ταυτότητα, όπως οι ίδιοι επισήμαναν.

Από τη μεριά του ΕΛΚ, ο ηγέτης της Ευρωπαίων Κεντροδεξιών, Manfred Weber, άσκησε δριμεία κριτική σε βάρος του Pittella και της απόφασής του να διακόψει την κοινοβουλευτική συνεργασία των δυο ομάδων και εκκίνησε τη διαβούλευση επί ονομάτων υποψηφίων, με επικρατέστερους τότε τον Γάλλο πολιτικό Alain Lamassoure, τον Ιταλό, πρώην αντιπρόεδρο της Επιτροπής, Antonio Tajani, τον Σλοβένο Alojz Peterle, τον Αυστριακό Othmar Karas, και τη μόνη γυναίκα, την Ιρλανδή Mairead McGuinness.

Οι εσωκομματικές διαβουλεύσεις στο ΕΛΚ έδειξαν την επιλογή του Ιταλού Tajani ως την κατάλληλη, και συνεπώς κεντρικοί μονομάχοι στη εκλογή νέου Προέδρου ανεδείχθησαν οι δυο Ιταλοί, Tajani και Pittella. Ο Antonio Tajani δεν ήταν το φαβορί ανάμεσα στις υποψηφιότητες που προέκρινε το ΕΛΚ, ωστόσο, η τελική σκέψη που επικράτησε στο ΕΛΚ, τον έχρισε ως υποψήφιο του κόμματος. Πολλοί ήταν εκείνοι, και μάλιστα πολλοί και από το ΕΛΚ, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε μια περισσότερο δεξιά στροφή του ΕΛΚ με την υποστήριξη της υποψηφιότητας αυτής. Ο Tajani υπήρξε για χρόνια εκπρόσωπος κυβέρνησης του Silvio Berlusconi, καθώς και προσωπικός του σύμβουλος. Αυτή η δεξιά ταυτότητα ίσως ήταν το κλειδί, ώστε και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές να προσέλθουν στην προεκλογική συμμαχία του ΕΛΚ και των Φιλελευθέρων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το ισχυρό προεκλογικό φιλοευρωπαϊκό διακύβευμα του ΕΛΚ δεν θα συγκινούσε τους Ευρωσκεπτικιστές.

Μετά από μια ιδιαίτερα φορτισμένη εκλογική αναμέτρηση, η οποία διεξήχθη σε τέσσερις γύρους, τελικά επικράτησε ο κεντροδεξιός Tajani. Για την επιτυχή τελική επικράτηση του Tajani, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η προεκλογική στρατηγική που ακολούθησε ο Manfred Weber του ΕΛΚ. Συγκεκριμένα, ο Βαυαρός πολιτικός, διαμόρφωσε ένα ισχυρό φιλοευρωπαϊκό αφήγημα, το οποίο οι ακραιφνώς φιλοευρωπαίοι φιλελεύθεροι (ALDE) του GuyVerhofstadt υποστήριξαν. Την υποψηφιότητα του Tajani υποστήριξε και η ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο, ότι και από τα δυο ευρωπαϊκά κόμματα (ALDE και ECR), που συμμάχησαν με το ΕΛΚ και υποστήριξαν τον Tajani, ζητήθηκαν και τους δόθηκαν πολιτικά ανταλλάγματα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των φιλελεύθερων του Verhofstadt, μια περισσότερο φιλελεύθερη προσέγγιση σε ορισμένα κοινωνικά θέματα ή σε θέματα σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τελικό σχόλιο

Η προεκλογική διαδικασία για την ανάδειξη νέου Πρόεδρου  για το Ευρωκοινοβούλιο φώτισε ένα δυνητικά σημαντικότατο για την ευρωπαϊκή ηγεσία πρόβλημα: τη μονοπώληση της εξουσίας από έναν συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων. Μάλιστα, αυτός ο συσχετισμός ήταν ενδεχομένως τόσο ταυτισμένος με συγκεκριμένα πρόσωπα και οι υποβόσκουσες αντιδράσεις τόσο έντονες, ώστε να μην είναι σε θέση να διατηρηθεί μετά την αποχώρηση του Schulz, όπως αποδεικνύει η απόφαση ενός εκ των μελών του G5, του Pittella, να κατέλθει ως υποψήφιος για την Προεδρεία του Κοινοβουλίου. Η συσσώρευση της εξουσίας από ένα μικρό κύκλο εξουσίας σίγουρα δυσαρέστησε και έφερε τη ρήξη, σε μια εποχή, στην οποία όντως, η συνεννόηση των μετριοπαθών δυνάμεων στην κατεύθυνση αντιμετώπισης του λαϊκισμού και του εθνικισμού είναι κρίσιμη.

Οι εξελίξεις γύρω από την εκλογή νέου Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου δε μοιάζουν να είναι αποκομμένες από την ευρύτερη πορεία των σχέσεων των δύο μεγάλων πόλων του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Κατόπιν της εκλογής Tajani, ο Pittella και πλήθος κεντροαριστερών ευρωβουλευτών δήλωσαν ότι, μολονότι τους δυσαρέστησε η ήττα του υποψηφίου τους, αισθάνονται αυτοπεποίθηση για τη συνέχιση της σοσιαλιστικής πολιτικής, μακριά από τη σκιά αυτού του συσχετισμού. Επιπλέον, και από τη μεριά του ΕΛΚ υποστηρίχθηκε ότι μια νέα συμμαχία –ιδιαίτερα με τους Φιλελεύθερους– θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής δεδομένης μιας προγραμματικής εγγύτητας.

Η σημαντικότερη επίπτωση του πολιτικού μονοπωλίου που περιγράφηκε παραπάνω αφορά ωστόσο την επιρροή της ευρωπαϊκής ηγεσίας στο εκλογικό σώμα. Η στάση του ΕΛΚ και η επιλογή ενός αμφιλεγόμενου πολιτικού (Tajani), ο οποίος συνδέεται σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο και με το σκάνδαλο των εκπομπών ρύπων της αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen, σίγουρα μειώνει τις άμυνες του κόμματος απέναντι στη έντονη κριτική που ασκείται από το εκλογικό ακροατήριο σε βάρος κομματικών μηχανισμών, οι οποίοι τείνουν να ανακυκλώνουν πολιτικά πρόσωπα και να τα επανεμφανίζουν σε νέους ρόλους, σε μια εποχή που η κριτική σε βάρος του κατεστημένου αποκτά τέτοια δυναμική.

Γράφουν οι: Γιάννης Κωνσταντινίδης, Επίκουρος Καθηγητής ΔΕΣ, και Βένη Μουζακιάρη, υπ. Δρ. ΔΕΣ.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο site της Prorata


Συντάκτης


Γιάννης Κωνσταντινίδης

Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας

Διαβάστε επίσης