Αναλύσεις | 28/11/2018
Διάλεξη στὸ Πανεπιστήμιο Μακεδονίας του Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, Μητροπολίτου Προύσης, Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α. Π. Θ., Θεσσαλονίκη, 21 Νοεμβρίου 2018
Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Ἀμορίου κ. Νικηφόρε,
Ἐλλογιμότατοι κ. Πρύτανη, κ. Κοσμῆτορ, κύριοι Πρόεδροι τῶν Τμημάτων, κυρίες καὶ κύριοι συνάδελφοι,
Ἀγαπητοὶ πατέρες, κυρίες καὶ κύριοι,
Κατ᾽ ἀρχήν θέλω νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες καὶ τὴ χαρά μου γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ γίνεται σήμερα νὰ ἀπευθύνομαι στοὺς φοιτητὲς καὶ στὶς φοιτήτριες τοῦ γείτονος Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τὸ ὁποῖο ἔχει καταφέρει νὰ κερδίσει τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κόσμου μὲ τὸ κύρος καὶ τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο ἔχει οἰκοδομήσει μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἐπιτυχία.
Τὸ θέμα, τὸ ὁποῖο καλοῦμαι νὰ ἀναπτύξω ἐνώπιόν σας, δὲν εἶναι ἰδιαίτερα πρωτότυπο, οὔτε πρωτάκουστο. Ἁπλά, παρατηροῦμε συχνὰ ὅτι ὑπάρχει ἕνας κίνδυνος παραθεώρησης τοῦ ρόλου τῆς θρησκείας γενικότερα καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἰδικότερα στὶς διεθνεῖς σχέσεις, στὶς γεωστρατηγικὲς μεταβολὲς καὶ ἰσορροπίες.
Ἂς ξεκινήσουμε, ὅμως, γενικότερα ἀπὸ τὸν ρόλο τῆς θρησκείας στὴ διπλωματία.
Ἡ θρησκεία καὶ οἱ θρησκευτικὲς δομές: εἴτε λέγονται ἐκκλησίες, εἴτε ἱερατεῖα, εἴτε ἱεραρχικὲς δομὲς ποὺ «διαχειρίζονται» τὴν ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος ἑνὸς λαοῦ, ἀποτελοῦν πολὺ σημαντικοὺς παράγοντες τόσο ἐντὸς ἑνὸς ἐθνικοῦ καὶ κοινωνικοῦ συνόλου, ὅσο καὶ στὶς σχέσεις αὐτοῦ τοῦ συνόλου μὲ τὸ εὐρύτερο γεωγραφικὸ καὶ παγκόσμιο περιβάλλον, στὸ ὁποῖο αὐτὸ δρᾶ καὶ κινεῖται ἕνας λαός.
Γιατί συμβαίνει αὐτό; Πολὺ ἐπιγραμματικὰ θὰ ἀναφέρω μερικοὺς λόγους:
Γιὰ νὰ μὴ ἐπεκταθῶ σὲ ἄλλα στοιχεῖα, παραμένω σὲ αὐτὰ τὰ τρία, τὰ ὁποῖα ἀπὸ μόνα τους ἀρκοῦν, γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἀβίαστο συμπέρασμα ὅτι οἱ θρησκεῖες εἶναι καθοριστικοὶ παράγοντες τόσο τῆς ταυτότητας τῶν λαῶν ποὺ τὶς ἀσπάζονται, ὅσο καὶ τῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν ποὺ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ θρησκευτικῆς καὶ κάθε ἄλλης ἄποψης.
Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, καθόλου τυχαῖο ὅτι κρατικὲς ὀντότητες ποὺ ἄντεξαν μέσα στὴν ἱστορία καὶ διατήρησαν τὴ συνέχεια καὶ τὴν ταυτότητά τους, ἔδιναν πάντοτε ἰδιαίτερη σημασία μεταξὺ ἄλλων καὶ στὴ θρησκευτική τους ὁμοιογένεια καὶ ὁμοιομορφία. Δὲν εἶναι μυστικὸ ὅτι πέραν τῶν προσωπικῶν του θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος διεῖδε στὸν κόσμο τῆς ἀνατολῆς τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ θὰ συγκρατοῦσαν τὴν Αὐτοκρατορία του γιὰ αἰῶνες: τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Καὶ δὲν διαψεύστηκε. Μέσα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα γεννήθηκε ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἀνανεώθηκε βαθμιαῖα τὸ σύνολο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ θρησκεία, λοιπόν, καὶ ἡ γλώσσα. Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ συγκάλεσε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὑποχρέωσε οὐσιαστικὰ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας νὰ διαμορφώσουν συναίνεση στὴ διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὥστε νὰ ἀποφεύγονται οἱ ὅποιες αἰτίες διασπάσεων, οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ συγκρούσεις ἐντὸς τῆς ἐπικρατείας του. Μετά, μάλιστα, τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια ἔδωσε καὶ νομικὴ ἰσχὺ στὶς ἀποφάσεις της, θέτοντας στὴν πράξη ἐκτὸς νόμου τοὺς αἱρετικούς.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ Βυζάντιο, ὅπου δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ ἐπεκταθεῖ ἐδαφικά, ἐκεῖ δὲν προώθησε τὴν ἐπιβολὴ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων: τῆς γλώσσας καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Παράδειγμα ἔξοχο εἶναι ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλαύων καὶ ἡ βάπτιση τοῦ Ἡγεμόνα Βλαδιμήρου καὶ δι᾽αὐτοῦ τῶν Ρῶς τοῦ Κιέβου. Ἐκεῖ τὸ Βυζάντιο ἀρκέστηκε στὴ μετάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ὄχι καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει, ἀφοῦ οἱ λαοὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν οὔτε συγκροτημένη καὶ δομημένη γλώσσα, οὔτε ἀλφάβητο καὶ γραμματική. Καὶ αὐτὸ ἀνέλαβε νὰ τὸ κάνει τὸ Πατριαρχεῖο μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο. Τοὺς ἔφτιαξε γλώσσα καὶ γραμματική. Ἀρκοῦσε στὸ Βυζάντιο ἡ διὰ τῆς ὀρθόδοξης πίστης διασφάλιση τῶν βορείων συνόρων μὲ συνεργάσιμους καὶ ὁμόπιστους γείτονες, οἱ ὁποῖοι θὰ θαύμαζαν καὶ θὰ σέβονταν τὸν βυζαντινὸ πολιτισμὸ καὶ θὰ ὑπήκουαν στὴ Μητέρα τους Ἐκκλησία, τὸ ΟἰκουμενικὸΠατριαρχεῖο.
Γιὰ νὰ προχωρήσουμε, ὅμως, λίγο πιὸ γρήγορα, ἐπίσης δὲν ἦταν τυχαῖο ὅτι ἡ ἀπώλεια ἐδαφῶν γιὰ τὴν αὐτοκρατορία προῆλθε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ περιοχές, ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἐπικρατούσα ἐπίσημη πίστη τῆς Βασιλεύουσας: Αἴγυπτος, Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Ἀρμενία κλπ.. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ ἡ ἀμφισβήτηση πῆρε καὶ πολιτικὴ μορφὴ μὲ τὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ αὐτοκράτορα. Ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἀμφισβητήσεις προηγήθηκε; Ἡ πολιτικὴ ἢ ἡ ἐκκλησιαστική; Αὐτὸ εἶναι συζητήσιμο. Ἴσως καὶ οἱ δύο κινήθηκαν ταυτόχρονα. Στὴ χειρότερη δηλαδὴ περίπτωση, ἡ θρησκευτικὴ διαφοροποίηση εἶναι ἰσοδύναμη μὲ τὴν πολιτική.
Τὴν ἴδια πολιτικὴ ἀκολούθησε καὶ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία: ἐξαπλώθηκε χρησιμοποιώντας δύο στοιχεῖα: τὴν ἰσλαμικὴ θρησκεία καὶ τὴν τουρκικὴ γλώσσα. Διότι πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξαπλώθηκε τόσο γρήγορα ἐδαφικὰ καὶ πληθυσμιακά. Ἐξισλαμίζοντας καὶ ἐκτουρκίζοντας πληθυσμοὺς ποὺ δὲν ἦταν οὔτε μουσουλμανικοὶ οὔτε τουρκικοί. Ἐνῶ, δηλαδή, ἐθνοτικὰ καὶ πολιτισμικὰ ἁλώθηκε, ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία θρησκευτικὰ καὶ διοικητικὰ ἐξαπλώθηκε καὶ ἐπικράτησε μὲ τὸ γνωστὸ τρόπο.
Ἂν περάσουμε στὴ Δύση, κλειδὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς διαμόρφωσης ἐθνῶν καὶ κρατῶν εἶναι οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἐξελίξεις. Κορυφαῖο γεγονὸς ὑπῆρξε ἐδῶ ἡ Μεταρρύθμιση τοῦ Λουθήρου, τῆς ὁποίας πέρυσι ἑορτάσθηκε ἡ 500ὴ ἐπέτειος. Στοὺς ἑορτασμοὺς αὐτοὺς τὴ μεγαλύτερη σημασία ἔδωσε ἡ Γερμανία. Γιατί; Διότι ὁ Λούθηρος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ τόλμησε νὰ διαφωνήσει μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καί, μεταξὺ ἄλλων, νὰ παραβιάσει τὴν ἐντολή της περὶ μὴ μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς σὲ ἄλλη γλώσσα καὶ χρήση της πλὴν τῆς λατινικῆς. Ὑπῆρχε, βλέπετε, τὸ δόγμα τῆς lingua sacra, τῆς ἱερῆς γλώσσας. Ὅλα τὰ ἔθνη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ὅταν πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία ἄκουγαν τὴ θεία λειτουργία στὰ λατινικά, τὸ ἴδιο καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ μετάφραση τοῦ Λουθήρου στὴ γερμανικὴ γλώσσα καὶ τὸ κίνημα γιὰ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κηδεμονία τῆς Ρώμης, ἦταν ὁ σπόρος γιὰ τὴν ἐθνικὴ συνειδητοποίηση τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καὶ ὁ μοχλὸς γιὰ τὴν κρατική του ἑνοποίηση. Βλέπετε καὶ πάλι τὰ δύο στοιχεῖα: γλώσσα καὶ θρησκεία.
Ἀκόμα καὶ μέσα στὸν προτεσταντισμό, πρέπει νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν πραγματικὸ λόγο τῆς ἀπομάκρυνσης λαῶν ὁλοκλήρων ἀπὸ τὴ ΡωμαιοκαθολικὴἘκκλησία, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει ἀμέσως μετὰ τὴν ἐθνική, γλωσσική, πολιτισμικὴ καὶ κρατική τους ὁλοκλήρωση: Ἔτσι δημιουργήθηκαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀγγλίας καὶ οἱ παραδοσιακὲς Λουθηρανικὲς Ἐκκλησίες τῆς Σκανδιναβίας, στὶς λεγόμενες καὶ Nordic Countries, οἱ ὁποῖες ἐπίσης μετέφρασαν τὰ ἐκκλησιαστικά τους κείμενα γιὰ πρώτη φορὰ στὶς δικές τους γλῶσσες.
Πῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει κανεὶς τὶς σχέσεις τῆς σημερινῆς Πολωνίας τόσο πρὸς τὴ Ρωσσία ὅσο καὶ πρὸς τὴ Γερμανία, ἂν δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Πολωνικὸς λαὸς πέρασε ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν ἀνατολή, δηλαδή, στὴ δυτικὴ σφαίρα ἐπιρροῆς καὶ δέχθηκε τὴν ἡγεμονία τῆς Ρώμης καὶ τοῦ Ποντίφικα; Ἡ ὅλη μάχη γιὰ τὴν Πολωνία δόθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, ὁ ὁποῖος ὅμως τελικὰ δὲν κατάφερε νὰ συγκρατήσει αὐτὸν τὸ λαὸ ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ συγκρούστηκαν δύο κόσμοι: ἡ σλαβικὴ ἀνατολὴ μὲ τὴ λατινικὴ δύση καὶ ἐπικράτησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας δὲν μπορεῖ νὰ διανοηθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ τελέσει τὴ θεία λειτουργία στὴν πολωνικὴ γλώσσα. Διότι λόγω τῆς προϊστορίας ποὺ ὑπάρχει, αὐτὸ θεωρεῖται προδοσία τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ὑποταγὴ στὴ δύση! Καὶ βλέπετε ἑκαντοτάδες χιλιάδες πολωνοὺς νὰ προσεύχονται σὲ μία ξένη γι᾽αὐτοὺς γλώσσα: τὴν σλαβωνική.
Παραμένω, πάντοτε, στὴ γειτονιά μας, γιὰ νὰ φτάσω στὴν ἐποχὴ τῆς ἀφύπνησης τῶν ἐθνῶν στὰ βαλκάνια καὶ γενικότερα στὴν ἐπίδραση τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης. Τὰ ἔθνη, μὲ τὴ μοντέρνα πιὰ σημασία τοῦ ὅρου, συνειδητοποιοῦνται μὲ βάση τὴ γλώσσα καὶ τὴ θρησκεία τους, ἐνῶ ἡ ταυτότητά τους διασώζεται μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς κυρίως μέσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κλήρου, πλὴν τῶν πεφωτισμένων ὀλίγων, οἱ ὁποῖοι προχωροῦν ἕνα βῆμα πιὸ πέρα μὲ τὶς σπουδές τους στὴν τότε ἑσπερία. Δὲν εἶναι, ἑπομένως, ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἀφύπνηση ἐκκολάφθηκε σὲ χώρους ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀφύπνηση αὐτὴ εἶχε πολὺ γρήγορα (ἂν ὄχι ταυτόχρονα) καὶ ἔκφραση ἐκκλησιαστική. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι οἱ λαοὶ ποὺ διεκδίκησαν τὴν πολιτικὴ χειραφέτησή τους, σχεδὸν ἀμέσως διεκδίκησαν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Πρῶτοι ἦταν οἱἝλληνες τοῦ ἀρτισύστατου Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος.
Ἕνα ἄλλο πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα γι᾽αὐτὸ εἶναι οἱ Βούλγαροι, οἱ ὁποῖοι οὔτε κἂν εἶχαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ουαἰ. τὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦσαν διαφορετικὴ ἐθνικὴ ὁμάδα, μέχρις ὅτου, γιὰ λόγους εὐνόητους καὶ γνωστούς, ἡ τότε τσαρικὴ Ρωσσία ἀνέπτυξε (μὲ τὸν πρέσβη της στὴν Κωνσταντινούπολη Ἰγνατίεφ) τὴν κίνηση γιὰ ἀπόσχιση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀνάπτυξη ἰδιαίτερης ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης. Ἦταν δὲ τόσο δυσδιάκριτη ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ποιὸς ἦταν Ἕλληνας καὶ ποιὸς Βούλγαρος, ποὺ χρειάστηκε νὰ θυσιαστοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι γιὰ πολλὲς δεκαετίες μέχρι νὰ διαμορφωθεῖ ἕνα modus vivendi καὶ ἕνα status quo στὴν περιοχή. Καὶ τελικὰ τὸ κριτήριο τῆς διάκρισης κατέληξε νὰ εἶναι ἡ γλώσσα καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὑπαγωγή.
Πρὶν προχωρήσω στὴν ἀνάλυση πιὸ σύγχρονων ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναπτύξω ἕνα ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο ἰσχύει στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:
Ὁιζ´κανόνας τῆς Δ´Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«…τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω».
καὶ ὁλη´τῆς Πενθέκτης ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν τεθέντα κανόνα καὶ ἡμεῖς παραφυλἀττομεν, τὸν οὕτω διαγορεύοντα. Εἴτις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ ἡ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τάξις ἀκολουθείτω».
Μὲ ἁπλὰ λόγια, οἱ ἐκκλησίες στὴ δομὴ καὶ στὴν ὀργάνωσή τους ἀκολουθοῦν τὶς μεταβολὲς τοῦ κρατικοῦ καὶ πολιτικοῦ πλαισίου, μὲσα στὸ ὁποῖο ζοῦν καὶ δραστηριοποιοῦνται. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπεκτείνουμε καὶ σὲ θέματα γεωστρατηγικά, στὸ χῶρο τῶν διεθνῶν σφαιρῶν ἐπιρροῶν, ἀφοῦ μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση καὶ τὴν παγκόσμια κατανομὴ καὶ κατάταξη τῶν κρατῶν σὲ περιοχὲς ὑποκείμενες σὲ συγκεκριμένες μεγάλες ἢ περιφερειακὲς δυνάμεις, οἱ ἐκκλησίες δὲν ἔχουν συνήθως τὴν πολυτέλεια νὰ διαφοροποιοῦνται σημαντικά.
Νὰ δοῦμε, ὅμως, μερικὰ σύγχρονα παραδείγματα, ὥστε νὰ μὴ μένουμε στὴ θεωρία τοῦ πράγματος, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ ἐξαντληθοῦμε σὲ παρελθοντολογία.
Ἡ σημερινὴ σχέση τῆς Ρωσσίας καὶ τῆς Οὐκρανίας
Πῶς νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴ σημερινὴ ἔνταση, ἂν δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ πραγματικὴ πρωτεύουσα ἦταν πάντοτε τὸ Κίεβο, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ τὸ πρῶτο ποὺ ἐκχριστιανίστηκε ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς; Τὸ Κίεβο ἦταν καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ τὸ πολιτικὸ ἐπίκεντρο τῶν Ρῶς. Πολὺ ἀργότερα ἐπικράτησαν πολιτικὰ οἱ πρίγκηπες τῆς Μόσχας καὶ ὑποχρέωσαν τὴ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴ Μόσχα. Δὲν ἄργησε αὐτὸ νὰ γίνει καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, φυσικὰ πραξικοπηματικὰ καὶ ὄχι κανονικά. Ἔτσι ἀναπτύχθηκαν δύο πόλοι: ἡ ἱστορικὴ κοιτίδα (Κίεβο) καὶ ὁ «σφετεριστής» μὲ τὴν οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ δύναμη (Μόσχα). Οἱ Οὐκρανοὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκαν πραγματικὰ τὴ μετάθεση αὐτὴ τοῦ κέντρου, γι᾽αὐτὸ καὶ ὅποτε τοὺς δόθηκε ἱστορικὰ ἡ εὐκαιρία, ἀντιτάχθηκαν στὴ μοσχοβίτικη ἡγεμονία: παράδειγμα τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ διάρκεια τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου συμμάχησαν μὲ τὶς δυνάμεις τοὺ Ἄξονα ἐναντίον τοῦ Στάλιν, ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἰδεολογικὰ ταυτισμένοι μὲ τοὺς ναζὶ γερμανούς, ἀλλ᾽ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦταν οἱ μόνοι ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ὠθήσουν τοὺς Ρώσσους μακριὰ ἀπὸτὴν Οὐκρανία. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ἕνα ἀξιόλογο μέρος τῶν Οὐκρανῶν δέχθηκαν τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα καὶ ἔγιναν οὐνίτες: ὄχι διότι ἀποδέχονταν τὰ δόγματα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀποτινάξουν ἀπὸ πάνω τους τὴν ἐξουσία τῆς Μόσχας.
Γι᾽αὐτὸ καὶ ὑπάρχει σήμερα μιὰ πολὺ μεγάλη καὶ καλὰ ὀργανωμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Οὐκρανία ὑπὸτὸν Φιλάρετο, ὁ ὁποῖος ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὴ Μόσχα, αὐτοανακηρύχθηκε Πατριάρχης τῆς Οὐκρανίας καὶ σήμερα ἀποτελεῖ τὸ κύριο σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ μέσου πατριώτη Οὐκρανοῦ. Ἡ Ἐκκλησία του μόλις πρὸ ὀλίγων μηνῶν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς κανονική, καὶ εἶναι ἕνας συμπαγὴς καὶ ἀξιόπιστος μηχανισμὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ οὔτε νὰ ἐξορκιστεῖ μὲ τὴν πρόχειρη ρετσινιὰ τοῦ «σχισματικοῦ». Σήμερα, ξαναδίδεται ἡ μάχη τῆς Οὐκρανίας γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἅρμα τῶν Ρώσσων, μὲ ὅλες τὶς γνωστὲς παραμέτρους καὶ ἀπὸ πολιτική, καὶ ἀπὸ στρατιωτική, καὶ ἀπὸ ἐνεργειακή, καὶ ἀπὸ γεωστρατηγικὴ ἄποψη.
Ἀνάλογη μάχη ἔδωσε ἡ βαλτικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας τὴ δεκαετία τοῦ 1990 μὲ τὴ σθεναρὴ καὶ πάλι τότε ἀντίδραση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ τὴ σύγκρουση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἡ ἀποφασιστικότητα τότε τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου νὰ χορηγήσει τὴν αὐτονομία στὴ Βαλτικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία δὲν ἦταν ἄσχετη μὲ τὸ νέο γεωστρατηγικὸ προσανατολισμὸ τῶν δημοκρατιῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Καὶ μία σημείωση: γνωρίζετε ὅτι τὰ σύνορα μεταξὺ Ἐσθονίας καὶ Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας δὲν εἶναι ἀκόμη καθορισμένα. Ἡ ρευστότητα αὐτὴ ὀφείλεται μεταξὺ ἄλλων καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ μεθόρια ἐδάφη ἀποτελοῦν ἰδιοκτησία τῆς αὐτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας, ποὺ ὑπάγεται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Καὶ ἄλλες περιοχὲς τῆς πρώην σοβιετικῆς σφαίρας ἐπιρροῆς ἄλλαξαν γεωστρατηγικὸ προσανατολισμὸ καὶ πρόσημο, ἐντασσόμενες σὲ καθαρὰ δυτικόστροφους μηχανισμούς, ὅπως εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, τὸ ΝΑΤΟ κλπ. Ὑπάρχει βέβαια καὶ τὸ ἑξῆς παράδοξο σὲ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς χῶρες: ἐνῶ τὰ κράτη ἔχουν χαράξει σαφὴ δυτικὴ πορεία καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ρωσσικὴ σφαίρα, οἱ ἐκκλησίες τῶν κρατῶν αὐτῶν παρουσιάζονται νὰ ἐξακολουθοῦν ζοῦν σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, στὴν ἐποχὴ τῶν σοβιέτ.
Τέτοιες ἐκκλησίες εἶναι ἡ Βουλγαρία καὶ ἡ Γεωργία καὶ ἐσχάτως καὶ ἡ Σερβία. Στὶς χῶρες αὐτὲς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τὸ πιὸ ἰσχυρὸ φιλορωσσικὸ καὶ ἀντιδυτικὸ λόμπυ, κάτι ποὺ ἀνιχνεύεται καὶ στὴ στάση τους πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὶς πρωτοβουλίες του. Ἀντίθετα, λαμπρὸ παράδειγμα ἐξαίρεσης εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρουμανίας, τὸ ὁποῖο εὐθὺς ἐξ ὑπαρχῆς, χωρὶς καμία δυσκολία, προσαρμόστηκε στὶς νέες γεωστρατηγικὲς ἐπιλογὲς τῆς χώρας. Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι σὲ Βουλγαρία καὶ Γεωργία οἱ Ἐκκλησίες χάνουν βαθμιαῖα τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸ μέσο πολίτη καὶ περιθωριοποιοῦνται, ἐνῶ ἀντίθετα, στὴ Ρουμανία ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν κοινωνία καὶ στὸν πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ κόσμο.
Ἰδιαίτερο παράδειγμα, ἄκρως ἐνδιαφέρον, εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ποὺ ἔχει τὴν ἕδρα του στὴ Δαμασκό. Ἐνῶ ἀνήκει στὰ λεγόμενα πρεσβυγενὴ Πατριαρχεῖα, τὰ ἑλληνορθόδοξα δηλαδὴ Πατριαρχεῖα, σήμερα εἶναι καθαρὰ ἀραβόφωνο. Αὐτὸ ἱστορικὰ ὀφείλεται στὴ δράση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν περιοχὴ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς μὲ ὄχημα τὴν περίφημη «Αὐτοκρατορικὴ Παλαιστίνεια Ἑταιρεία», ἡ ὁποία, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς Βουλγαρίας, γέννησε τὸν ἀραβικὸ ἐθνικισμὸ καὶ μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων, ἐπικαλούμενο ὡς ἄλλοθι τὴν γλώσσα. Ἔτσι τοὺς ἔπεισε καὶ ἐξεδίωξαν τὸν τελευταῖο ἑλληνόφωνο Πατριάρχη Ἀντιοχείας ἀπὸ τὴ Δαμασκό τέλος 19ου καὶ ἀρχὲς 20οῦ αἰ. Εἶναι ὅμως τυχαῖο ὅτι ἡ Συρία ἐξ ὑπαρχῆς ἦταν σοβιετικὴ σφαίρα ἐπιρροῆς; Εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ παρέμεινε στὴ ρωσσικὴ σφαίρα; Ἢ μήπως εἶναι ἄσχετο τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερα τόσο ὁ Πρόεδρος Πούτιν, ὅσο καὶ ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ἐμφανίζονται ὡς οἱ μόνοι «προστάτες» τῶν ὀρθοδόξων στὴ Συρία, ἀπέναντι σὲ μία δῆθεν ἀδιάφορη δύση, ἡ ὁποία δὲ νοιάζεται γιὰ τοὺς χριστιανούς, διότι ἔχει ἐκκοσμικευθεῖ καὶ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὶς ἀξίες τοῦ χριστιανισμοῦ; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀφήγημα τῆς Μόσχας σήμερα σχετικὰ μὲ τὴν Συρία καὶ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά.
Ἡ δράση, ὅμως, τῆς μοσχοβίτικης Παλαιστινείου Ἑταιρείας ἔχει ἀναβιώσει καὶ ἔχει σήμερα ὡς στόχο τὸ Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Ἡ ρωσσικὴ προσπάθεια ἔχει τὰ ἴδια ἀκριβῶς χαρακτηριστικά: ὑποδαύλιση τοῦ παλαιστινιακοῦ ἐθνικισμοῦ ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ δῆθεν «κατεστημένου». Παρουσιάζεται μία εἰκόνα τῶν ὀρθοδόξων παλαιστινίων τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Ὅτι δῆθεν παραμελεῖται ἡ διαποίμανση τοῦ ἀραβόφωνου ποιμνίου καὶ ἐπιβάλλεται μία ἀποικιοκρατικὴ ἑλληνοκρατία, ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε τὴν ἔκφραση. Ἀντιλαμβάνεστε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύγκρουση ὑποκρύπτεται ἡ γεωστρατηγικὴ προσπάθεια τῆς Ρωσσίας νὰ διεισδύσει ἀκόμα περισσότερο πέρα ἀπὸ τὴ Συρία καὶ στὸ Λίβανο καὶ στὴν Ἰορδανία καὶ ἴσως καὶ στὸ Ἰσραήλ. Πῶς θὰ μποροῦσε, λοιπόν, ἕνας Πατριάρχης Ἀντιοχείας νὰ διαφοροποιηθεῖ στὴ γεωστρατηγικὴ θέση τῆς χώρας του, τῆς Συρίας, ὅταν μάλιστα ἡ χώρα αὐτὴ τελεῖ ὑπὸ τέτοιες καταστροφικὲς πολεμικὲς συνθῆκες, ὅπως οἱ σημερινές;
Ἤδη, ἀγαπητοί μου, νομίζω ὅτι ἔγινε σαφὲς ἀπὸ τὰ μέχρι τώρα ἐκτεθέντα, ὅτι ὑπάρχει μία σύγκρουση στὴν παγκόσμια ὀρθόδοξη γεωστρατηγικὴ σκακιέρα, ἂν μοῦ ἐπτιρέπεται αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς τῆς ἔκφρασης, ὑπάρχει (λέω) μία σύγκρουση σφαιρῶν ἐπιρροῆς, μία σύγκρουση δύο κόσμων.
Ἀπὸ τὴ μία εἶναι ὁ κόσμος τῆς σλαβικῆς ἐπιρροῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὶς λεγόμενες δυτικὲς σύγχρονες ἀξίες. Ὅσο καὶ ἂν σήμερα οἱ ἔννοιες τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσης εἶναι σχετικές, τὶς χρησιμοποιῶ ἐδῶ ὡς τεχνικοὺς ὅρους γιὰ χάρη τῆς ἀνάλυσης.
Θὰ ἦταν, ὅμως, ἀδικία νὰ ἐξίσωνα τὶς πολιτικὲς καὶ τὶς τακτικὲς τῶν δύο αὐτῶν κόσμων. Διότι ἡ ἐπικρατούσα σὲ κάθε πλευρὰ νοοτροπία ἀντικατοπτρίζεται καὶ στοὺς τρόπους ποὺ ἐπιδιώκουν αὐτὲς νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς στόχους τους. Ἔτσι, ἡ ἀνατολικὴ (σλαβική) πλευρὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἔντονο κρατικὸ πνεῦμα. Εἶναι, δηλαδή, ἐξαρτημένη σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὸ κράτος, τὶς ὑπηρεσίες του καὶ τὴν πολιτική του, διότι διακατέχεται ἀπὸ μία βαριὰ κληρονομιὰ ταύτισης ἔθνους καὶ κράτους. Κάτι ποὺ δὲν χάθηκε οὔτε στὰ πέτρινα χρόνια τοῦ «ἄθεου κομμουνισμοῦ».
Ἡ δυτικὴ πλευρά, ἔχοντας βιώσει ἕναν Διαφωτισμὸ καὶ μία Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ἔχει ξεφύγει πλήρως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ κρατισμοῦ. Εἰδικὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δραστηριοποιούμενο σὲ ἕνα κοσμικοῦ χαρακτήρα κρατικὸ πλαίσιο, ἔχει ἐξ ὁρισμοῦ ἀναπτύξει διεθνὴ καὶ παγκόσμια ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας, ὄντας ἀνοιχτὸ σὲ συνεργασίες, συμμαχίες, ἀλλὰ καὶ ἰδέες εὐρύτερης προοδευτικῆς προοπτικῆς. Ὁ φαναριωτισμὸς ἀποτελεῖ μία φυσικὴ διπλωματικὴ ἱκανότητα στὴ διαχείρηση τῶν δυσχερειῶν. Ἡ τέχνη νὰ ἐξάγεις τὰ ἄριστα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὰ χείριστα δεδομένα. Μία ἐμπειρία αἰώνων: Οἱ δυσχερέστατες συνθῆκες, οἱ διαρκεῖς δυσκολίες ἀνέπτυξαν φυσικὲς ἱκανότητες εὐελιξίας καὶ μακροπρόθεσμων σχεδιασμῶν γιὰ ἐπιβίωση. Σήμαιναν γενικότερη θεώρηση τοῦ κόσμου, τῶν ἰσορροπιῶν, τῆς πολιτικῆς, τῆς διπλωματίας, τῆς οἰκονομίας.
Καὶ ἐπειδὴ σήμερα ζοῦμε μία περίοδο ἔντονων μεταβολῶν καὶ ἀνακατατάξεων στὸ γεωστρατηγικὸ τομέα, οἱ ὁποῖες ἐν πολλοῖς εἶναι σὲ ἐξέλιξη καὶ δὲν ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ, εἶναι φυσικὸ νὰ καταγράφεται ἡ ἔντονη ἐνίοτε ἀντίδραση τῆς παλαιᾶς τάξεως καὶ νὰ νιώθουν πολλοὶ τὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ τῆς νέας τάξεως. Ἀφοῦ οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ Πατριαρχεῖα ὡς θρησκευτικοὶ ὀργανισμοὶ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ συντηρητικοὶ μηχανισμοὶ διοίκησης, φυσικὸ εἶναι νὰ χρειάζονται περισσότερο χρόνο γιὰ νὰ προσαρμοστοῦν στὰ νέα διαμορφούμενα δεδομένα.
Δὲν προχωρῶ περισσότερο στὴν ἀνάλυση αὐτὴ καὶ ἐπιστρέφω στὸ θέμα μας, γιὰ νὰ θέσω ἁπλὲς ἐρωτήσεις καὶ νὰ διατυπώσω σύντομες ἀπαντήσεις, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι στὴ συζήτηση θὰ ἔχω τὴδυνατότητα νὰ προβῶ σὲ περισσότερες ἐπὶμέρους διευκρινίσεις.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε τὸν περασμένο Μάϊο τὴν ἀπονομὴ τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ἡ παράθεση τῶν πραγματικῶν γεγονότων εἶναι ἤδη γνωστὴ σὲ ἐσᾶς μεταξὺ ἄλλων καὶ ἀπὸ τὴν ἄψογη καὶ ἐμπεριστατωμένη περιγραφὴ τῶν συναδέλφων κ. Κουσκουβέλη καὶ Σεραφείμ, δημοσιευμένη στὴν πρόσφατη ἔκθεση τῆς ἕδρας «Θουκυδίδη», μεταφρασμένη μάλιστα καὶ στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα.
Ἡ ἐρώτηση ποὺ προκύπτει εἶναι: γιατί τὸ ἔκανε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο; Τὸ ἔκανε, διότι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τὸ μόνο ἁρμόδιο στὰ θέματα αὐτά. Διότι τὸ ἴδιο Πατριαρχεῖο ἀπέδωσε τὸ αὐτοκέφαλο καθεστὼς σὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἀνακηρύχθηκαν τὰ τελευταῖα 500 χρόνια. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες ἦταν Μητροπόλεις τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀλλὰ γιατί τώρα καὶ ὄχι νωρίτερα; Διότι τὶς τελευταῖες τρεῖς δεκαετίες ποὺ ἐκκρεμεῖ τὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ τὸ λύσει σὲ συνεννόηση καὶ συνεργασία καὶ διάλογο μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τὸ τελευταῖο, ὅμως, συστηματικὰ κωλυσιέργησε καὶ ὑποβάθμισε, ἐν τέλει δὲ καὶ διέκοψε τὸ διάλογο αὐτό. Ὑπῆρχε, ἐπιπλέον, καὶ κάτι ἄλλο σὲ ἐξέλιξη: ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπέτρεπε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τοῦ νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μὲ τὴ Μόσχα. Τελικά, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας προσπάθησε τὴν τελευταία κυριολεκτικὰ στιγμὴ νὰ ὑπονομεύσει τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία παρὰ ταῦτα συνῆλθε τὸν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 2016 στὴν Κρήτη.
Ἡ Μόσχα εἶχε κάνει προηγουμένως καὶ ἕνα ἄλλο λάθος τακτικῆς: εἶχε διαφωνήσει σὲ ἕνα θέμα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Συνόδου αὐτῆς, στὸ ὁποῖο ἐὰν εἶχε ἐπέλθει συμφωνία, θὰ εἶχε δεσμεύσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει στὴν ἀπονομὴ τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία. Τὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἡμερησίας διατάξεως ἦταν: ὁ τρόπος ἀπονομῆς τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἄρνηση τῆς Μόσχας νὰ συμφωνήσει, τὸ θέμα βγῆκε ἀπὸ τὴν ἡμερησία διάταξη. Ἑπομένως, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἦταν καὶ πάλι ἐλεύθερο νὰ ἐφαρμόσει στὸ θέμα αὐτὸ ὅσα ἔπραττε καὶ πρίν: δηλαδὴ νὰ ἀπονέμει κατὰ τὴν ἀπόλυτη κρίση του τὸ αὐτοκέφαλο καθεστὼς ἢ τὴν πατριαρχικὴ ἀξία σὲ ὅποια τοπικὴ ἐκκλησία νόμιζε ὅτι ἦταν ὥριμη γι᾽αὐτό.
Γιατί ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἦταν ὥριμη; Διότι εἶναι μία καλὰ ὀργανωμένη ἐκκλησία, μὲ πολὺ παλιὰ παράδοση ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἕδρευε σὲ ἕνα ἀνεξάρτητο κράτος, μὲ δική του ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ γλῶσσα.
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε καὶ τὴν κοσμικὴ γλώσσα: ὡς ἔθνος, ὡς κρατικὴ ὀντότητα καὶ ὡς Ἐκκλησία, ἡ Οὐκρανία εἶχε ἐπιλέξει πλέον τὸν γεωστρατηγικό της προσανατολισμὸ πρὸς τὴ δύση καὶ τὶς δυτικὲς ἀξίες, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Καὶ εἶχε πληρώσει ἀκριβὰ τὸ τίμημα τῆς ἐπιλογῆς αὐτῆς: ἡ κατάληψη τῆς Κριμαίας καὶ ἡ εἰσβολὴ τῶν ρωσσικῶν στρατευμάτων στὶς ἀνατολικές της ἐπαρχίες.
Γιατί εἶναι σημαντικὴ ἡ Οὐκρανία γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας; Διότι, πέραν τῶν ἄλλων:
Τῆς ἐξασφαλίζει τὸ μεγάλο ἐκεῖνο πλῆθος τῶν πιστῶν, τὸ ὁποῖο τῆς ἐξασφαλίζει τὸ μέγεθος, τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τὸ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, διότι τῆς εἶναι ἐξαιρετικὰ χρήσιμο γιὰ τὸ ἀφήγημα ποὺ ἔχει καλλιεργήσει ἐδῶ καὶ αἰῶνες: τὴν θεωρία τῆς Τρίτης δῆθεν Ρώμης. Τὴ φιλοδοξία της, δηλαδή, νὰ ἡγηθεῖ παγκόσμια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νὰ ἀναλάβει τὸ ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο τὸ παρουσιάζει ὡς δῆθεν ἀδύναμο πλέον νὰ διαδραματίσει τὸ ρόλο αὐτό, ἀφοῦ ἑδρεύει ἐδῶ καὶ αἰῶνες σὲ ἰσλαμικὸ καὶ ἀλλοεθνὲς πολιτικὸ πλαίσιο.
Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Μὲ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας:
Προσπάθησα νὰ σᾶς παρουσιάσω τὸ θέμα τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος ἀποφεύγοντας τὶς λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν καθαρὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐπιχειρήματα, διότι θέλησα νὰ ὑπογραμμίσω τὴ διάσταση, ἡ ὁποία σᾶς εἶναι περισσότερο οἰκεία.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας καὶ εἶμαι στὴ διάθεσή σας γιὰ περαιτέρω διευκρινήσεις καὶ ἐρωτήσεις.