Του Δρ. Κωνσταντίνου Ζάρρα, Διδάσκοντα και Ερευνητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Στις αρχές Ιουνίου του 2017 και ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που αποσκοπούσαν στην εξάλειψη του αποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους (Ι.Κ.)[1] ως αυτόνομης εδαφικής οντότητας στην επικράτεια του Ιράκ και της Συρίας είχαν εισέλθει στο τελικό τους στάδιο, ο Μασούντ Μπαρζανί εξήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι η εξαγγελία του ηγέτη του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (ΚΔΚ) δεν αποτελούσε απλά έναν τακτικό πολιτικό ελιγμό, οι ηγέτες των γειτονικών κρατών και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Βαγδάτης έλαβαν από κοινού μέτρα για να ασκήσουν πίεση στην Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (ΚΠΚ). Ως επακόλουθο, δρομολογήθηκαν εξελίξεις, με σημαντικότερη την ανάκτηση του ελέγχου της περιοχής του Κιρκούκ από ένοπλες δυνάμεις της κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ στις 17 Οκτωβρίου. Ποια ήταν και πως αιτιολογείται η αντίδραση του Ιράν ενώπιον του βήματος προς την ανεξαρτησία που πραγματοποίησαν οι Ιρακινοί Κούρδοι; Σε ποια πεδία της κουρδικής πολιτικής ασκεί επιρροή η Τεχεράνη και σε ποιο βαθμό καθόρισε τις πρόσφατες εξελίξεις στο Κιρκούκ;
α. Η σύνθετη πολιτική πραγματικότητα στο βόρειο Ιράκ
Για να κατανοήσουμε την ιρανική πολιτική στο Κουρδικό ζήτημα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το σύνθετο χαρακτήρα της πολιτικής πραγματικότητας του Ιράκ, τη διείσδυση εξωτερικών παραγόντων καθώς και τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του κουρδικού κινήματος αυτοδιάθεσης. Ελλείψει μίας ισχυρής κεντρικής ιρακινής κυβέρνησης, τα πολυάριθμα ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας είναι εκτεθειμένα σε εξωτερικές επιρροές και ευνοούνται οι αποσταθεροποιητικές δυναμικές. Η επιτυχής αντιμετώπιση του ριζοσπαστικού σουνιτικού παράγοντα από έναν ευρύ συνασπισμό δυνάμεων επανέφερε στο προσκήνιο την υποβόσκουσα αντιπαράθεση μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Ιράκ και των Κούρδων. Πέρα από τη δηλωμένη βούληση της κουρδικής ηγεσίας να συγκροτήσει ένα ανεξάρτητο κράτος, η ένταση μεταξύ των δυο πλευρών προέρχεται από το αμφισβητούμενο καθεστώς κυριαρχίας επί μίας συγκεκριμένης εδαφικής ζώνης που περιλαμβάνει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή του Κιρκούκ. Εκμεταλλευόμενοι τη χαοτική κατάσταση που επέφερε η επέλαση των ένοπλων ομάδων του Ι.Κ., οι Κούρδοι Πεσμεργκά κατέλαβαν τα διαφιλονικούμενα εδάφη το 2014, δυσχεραίνοντας περισσότερο τη σχέση τους με τη Βαγδάτη.[2]
Εν τω μεταξύ, η αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Ιράκ στα τέλη του 2011 δεν ευνόησε μόνο την άνοδο των σαλαφιστικών-τζιχαντιστικών δυνάμεων, αλλά και τη δυναμικότερη πολιτική διείσδυση του Ιράν και της Τουρκίας στην ιρακινή σκηνή. Η διάσπαση της σιϊτικής κοινότητας σε αντιπαρατιθέμενες πολιτικές παρατάξεις πρόσφερε στην Τεχεράνη την ευκαιρία να ασκεί επιρροή στην κεντρική κυβέρνηση, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι υπαγορεύει τις αποφάσεις της. Τόσο ο πρωθυπουργός Χαϊντέρ αλ-Αμπάντι όσο και ένα σημαντικό τμήμα των σιϊτικών πολιτικών δυνάμεων αντιδρά στις απόπειρες χειραγώγησης από το Ιράν – όπως για παράδειγμα το Κίνημα Σάντρ. Ο αγώνας, όμως, κατά του Ι.Κ. έδωσε την ευκαιρία στην Τεχεράνη να οργανώσει και να ελέγχει σιϊτικές πολιτοφυλακές, οι οποίες αποτελούν βασικό εργαλείο ανάμειξης στα ιρακινά ζητήματα – με σημαντικούς όμως περιορισμούς. Από την άλλη πλευρά, η τουρκική ηγεσία καλλιέργησε στενές σχέσεις με το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα του Μπαρζανί, αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη από τη συνεργασία και προσδοκώντας στην αύξηση των δυνατοτήτων ελέγχου της αυτονομιστικής δράσης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος.
Την πολυσύνθετη πολιτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή περιπλέκει περαιτέρω ο κατακερματισμός των κουρδικών πολιτικών δυνάμεων και ο διαχρονικά συγκρουσιακός χαρακτήρας των μεταξύ τους σχέσεων. Στη σημερινή συγκυρία το Ιρακινό Κουρδιστάν είναι διαιρεμένο σε δυο ζώνες επιρροής, οι οποίες έχουν καθοριστεί από τη Συμφωνία της Ουάσιγκτον του 1998 που είχε θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο παραδοσιακών παρατάξεων: της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν (ΠΕΚ) του Τζαλάλ Ταλαμπανί και του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος του Ιράκ (ΚΔΚ) του Μασούντ Μπαρζανί. Αν και οι δύο πλευρές συνεργάστηκαν στο νέο πλαίσιο που διαμόρφωσε το Σύνταγμα του 2005 και η αυτονομία της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης, οι φατριασμοί και οι έριδες δεν έχουν εκλείψει. Η απόσυρση του Ταλαμπανί από την πολιτική σκηνή το 2012, η εμφάνιση νέων πολιτικών δυνάμεων και ο αυταρχισμός της κυβέρνησης Μπαρζανί συνέβαλαν αποτρεπτικά στη διαμόρφωση ενός ενιαίου κουρδικού μετώπου και άνοιξαν την πόρτα στην ανάμειξη των Ιρανών και των Τούρκων στα εσωτερικά τους ζητήματα. Ως αποτέλεσμα, το ΚΔΚ του Ιράκ ελέγχει τις επαρχίες του Αρμπίλ και του Ντοχούκ επιτρέποντας την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, ενώ η επαρχία της Σουλεϊμανίγια αποτελεί σφαίρα επιρροής του Ιράν και τον πολιτικό έλεγχο διατηρούν οι πολιτικές δυνάμεις που συνδέονται ή προέρχονται από την ΠΕΚ.
β. Οι άμεσες συνέπειες του δημοψηφίσματος
Η πολιτικά βαρύνουσα απόφαση του Προέδρου της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (ΚΠΚ) για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ελήφθη παρά την αντίθεση των γειτονικών κρατών και της πλειονότητας των συμμάχων του, ανοίγοντας ένα νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Οι ανταγωνιστές του Μπαρζανί στο εσωτερικό δεν αντιμετώπισαν θετικά την πρωτοβουλία του, εκτιμώντας ότι αποτελούσε μια παράτολμη κίνηση με στόχο την επιβολή πολιτικής κυριαρχίας. Δεν μπορούσαν όμως σε καμιά περίπτωση να απέχουν από το δημοψήφισμα, λόγω του φόβου να κατηγορηθούν ως «προδότες» του κουρδικού οράματος για ανεξαρτησία. Σε μία πρώτη φάση, φάνηκαν να δικαιώνονται από τις εξελίξεις, καθώς όχι μόνο δεν ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία, αλλά δόθηκε και η αφορμή στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αναλάβει δράση και να προχωρήσει σε συνεργασία με τους συμμάχους της (τις υπό ιρανικό έλεγχο σιϊτικές πολιτοφυλακές) στην ανάκτηση των αμφισβητούμενων περιοχών που βρίσκονταν υπό κουρδικό έλεγχο.
Η προοπτική διακήρυξης της ανεξαρτησίας του ιρακινού Κουρδιστάν προκαλεί, αναμφίβολα, πολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και επαναπροσδιορίζει τις συμμαχίες στην ευρύτερη περιφέρεια. Αν και στις σχέσεις του Μπαρζανί με τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη υπήρξαν ούτως ή άλλως πολλές διακυμάνσεις, το δημοψήφισμα προκάλεσε τη ραγδαία επιδείνωση τους. Ακόμη σημαντικότερη εξέλιξη αποτέλεσε η υποβάθμιση της σχέσης του με την Τουρκία, του στενότερου συμμάχου του κατά την τελευταία δεκαετία. Όλα αυτά συνέβαλαν στην επαναπροσέγγιση των τριών κυβερνήσεων (ομοσπονδιακού Ιράκ, Τουρκίας και Ιράν) με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση της κουρδικής απειλής – μία περίπτωση συνεργασίας που εμφανίζεται πολλές φορές κατά το παρελθόν.[3]
Το πρώτο μέτρο που έλαβαν στο πλαίσιο του συντονισμού των δράσεών τους ήταν ο αποκλεισμός του εναερίου χώρου για πτήσεις από και προς τα αεροδρόμια του Ιρακινού Κουρδιστάν. Παράλληλα, είναι υπό συζήτηση το κλείσιμο των συνοριακών διαβάσεων στο τμήμα των ιρανο-ιρακινών και τουρκο-ιρακινών συνόρων που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Κούρδων και η μεταβίβαση του ελέγχου τους στις ιρακινές ομοσπονδιακές αρχές.[4] Μία ενδεχόμενη επιβολή οικονομικού αποκλεισμού θα είχε δραματικές συνέπειες για την οικονομία της ΚΠΚ, η οποία είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου μέσω της Τουρκίας και από το εμπόριο με το Ιράν.[5] Αν αναλογιστούμε και την πρόσφατη απώλεια ελέγχου των πετρελαιοπηγών της περιοχής του Κιρκούκ, η οικονομική βιωσιμότητα της κουρδικής οντότητας είναι αμφίβολη εκτός ενός πλαισίου συνεργασίας με τα γειτονικά κράτη.
γ. Το Ιράν και η προοπτική συγκρότηση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους
Η τοποθέτηση του Ιράν αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κουρδικό συνοψίζεται στις δηλώσεις του Ανώτατου Ηγέτη, Αλί Χαμενέι, ο οποίος χαρακτήρισε ως «προδοσία» την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και επανέλαβε τη βούλησή του να παραμείνει το Ιράκ μία ενιαία και αδιαίρετη κρατική οντότητα.[6] Ένας εκ των βασικών λόγων της εναντίωσης του Ιράν στο ενδεχόμενο πλήρους ανεξαρτησίας του ιρακινού Κουρδιστάν εντοπίζεται στην επικρατούσα αντίληψη ότι θα υποδαυλιστεί ο κουρδικός αλυτρωτισμός στο εσωτερικό της ίδιας της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι την ημέρα του δημοψηφίσματος, Ιρανοί Κούρδοι διαδήλωσαν στους δρόμους της Σαναντά, της Μπάνε και της Μαχαμπάντ, για να εκφράσουν δημόσια την υποστήριξή τους στην κίνηση του Μπαρζανί. Τα περίπου επτά εκατομμύρια Κούρδων που διαβιούν κατά κύριο λόγο στις βορειοδυτικές και δυτικές επαρχίες, διατηρούν στενές σχέσεις με τους ομοεθνείς τους στη γειτονική χώρα.[7] Η διασύνδεση των κουρδικών πληθυσμών και το κοινό τους όραμα για τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου Μεγάλου Κουρδιστάν που θα περιλαμβάνει τμήματα από τα εδάφη τεσσάρων κρατών αποτελεί πηγή ανησυχίας. Στην κουρδική συνείδηση, τα βορειοδυτικά εδάφη του Ιράν αποτελούν τμήμα της Ροτζχελάτ, δηλαδή του Ανατολικού Κουρδιστάν.[8]
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των κουρδικών εξεγέρσεων[9] θα παρατηρήσουμε ότι η ορεινή ζώνη που εκτείνεται στα τρία κράτη (Τουρκία, Ιράκ και Ιράν) αποτέλεσε ένα ενιαίο πεδίο δράσης. Κατά την τελευταία εικοσαετία, φορείς της κουρδικής αυτονομιστικής δράσης στις βορειοδυτικές και δυτικές επαρχίες του Ιράν είναι η οργάνωση του Κόμματος Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν, που συνδέεται με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας και το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα του Ιράν (ΚΔΚ-Ι) το οποίο αναβίωσε και επιχειρεί από ιρακινό έδαφος. Εντούτοις, η απειλή έναντι της εδαφικής ακεραιότητας του ιρανικού κράτους είναι ισχνή σε σχέση με αυτήν που αντιμετωπίζουν το Ιράκ και η Τουρκία. Η κατάσταση στις ιρανικές κουρδικές επαρχίες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχετικά ομαλή, με τα επίπεδα βίας να μην προσεγγίζουν σε καμία περίπτωση εκείνα της Τουρκίας, όπου από το καλοκαίρι του 2015 μαίνεται μια σημαντική ένοπλη εξέγερση. Για το λόγο αυτό και υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, η κρίση θεωρείται διαχειρίσιμη από το καθεστώς της Τεχεράνης.
Ο χειρισμός των κουρδικών ζητημάτων από το Ιράν, τόσο κατά την εποχή του Σάχη όσο και μετά το 1979, δεν αποσκοπούσε αποκλειστικά στην αντιμετώπιση του αυτονομιστικού κινδύνου στο εσωτερικό, αλλά και στην αποδυνάμωση του μπααθικού Ιράκ. Εκμεταλλευόμενο τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των Κούρδων, τους έστρεφε πότε ενάντια στον ιρακινό κυβερνητικό στρατό και πότε σε εμφύλιες συγκρούσεις. Η Τεχεράνη έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλες τις κουρδικές παρατάξεις, αναλόγως με τις περιστάσεις και τα δεδομένα του ανταγωνισμού της με τη Βαγδάτη. Από το 1996, όμως, διατηρεί στενότερες σχέσεις με την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν και για το λόγο αυτό έχει σήμερα περισσότερα ερείσματα στην περιοχή της Σουλεϊμανίγια. Εν τω μεταξύ, η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και η πολιτική αναβάθμιση των Σιϊτών από το 2003 μετάβαλε ριζικά την κατάσταση στο ιρακινό πεδίο και τις προτεραιότητες της ιρανικής πολιτικής. Έχοντας αποκτήσει αυξημένες δυνατότητες άσκησης επιρροής επί της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η Τεχεράνη επιθυμεί έκτοτε τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι από τη σκοπιά της Ισλαμικής Δημοκρατίας η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης – δηλαδή η συνύπαρξη ενός αυτόνομου άλλα όχι ανεξάρτητου ιρακινού Κουρδιστάν με μία σχετικά αδύναμη ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τον σουνιτικό παράγοντα υποβαθμισμένο – αποτελεί την επιθυμητή εξέλιξη. Μπορεί η συνεργασία της με τους Κούρδους και τις δυνάμεις του Χαϊντέρ αλ Αμπάντι εναντίον των σουνιτικών τζιχαντιστικών δυνάμεων να ήταν επιτυχημένη, όμως οι τρείς παράγοντες έχουν διαφορετική αντίληψη και αντικρουόμενα συμφέροντα στη χώρα. Για το Ιράν, μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση που δεν θα έχει υπό τον έλεγχό της ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, αλλά θα εξαρτάται από τις σιϊτικές πολιτοφυλακές, υπο την καθοδήγησε των ‘Φρουρών της Επανάστασης’, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση των συμφερόντων του στο ιρακινό πεδίο.
Η σοβαρότερη απειλή για την ιρανική ασφάλεια προέρχεται από μία άλλη παράμετρο της ενδεχόμενης κουρδικής ανεξαρτησίας, η οποία συνδέεται με την πρόκληση περιφερειακών ανακατατάξεων. Η προοπτική ενός ανεξάρτητου ιρακινού Κουρδιστάν, που θα διατηρεί στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αποτελεί το δυσμενέστερο σενάριο για την ιρανική ηγεσία. Θα υπονόμευε την περιφερειακή στρατηγική της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η οποία αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των συμμάχων του αποκαλούμενου «ιρανικού Άξονα» και στην άσκηση επιρροής στην γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται από περιοχές του Αφγανιστάν μέχρι τις ακτές της Μεσογείου. Το ιρακινό Κουρδιστάν βρίσκεται στη καρδιά της ευρύτερης ζώνης που επιδιώκει να ελέγχει η Τεχεράνη μέσω του άξονα και θα μπορούσε να αποτελέσει μία κομβικής σημασίας βάση των Δυνάμεων που στοχεύουν στην ανάσχεση της επιρροής της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ήταν ο μοναδικός από τους συμμάχους του Μπαρζανί που εξέφρασε δημόσια την υποστήριξη του στο δημοψήφισμα. Για το λόγο αυτό ο Αλί Χαμενέι, κατά τη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε ότι δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία ενός «νέου Ισραήλ» στα σύνορά του.[10]
Καταλήγοντας, η ανακατάληψη του Κιρκούκ από τον ομοσπονδιακό στρατό και τις σιϊτικές πολιτοφυλακές, μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ιρανικής πολιτικής ως εξής: ενώπιον του κινδύνου της κουρδικής ανεξαρτησίας το Ιράν χρησιμοποίησε τα μέσα που διαθέτει για να φέρει την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Άσκησε επιρροή επί των Κούρδων συμμάχων της, οι οποίοι είχαν σημαντική παρουσία στο Κιρκούκ και αποχώρησαν από την περιοχή χωρίς να προβάλουν αντίσταση, και καθοδήγησε τις Λαϊκές Μονάδες Κινητοποίησης (Χάσντ ας-Σάαμπι) στην κατάληψη των διαφιλονικούμενων περιοχών. Εκμεταλλεύτηκε τις αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων του Μπαρζανί, οι οποίοι είδαν το δημοψήφισμα ως μία κίνηση ενίσχυσης της εξουσίας του ηγέτη του ΚΔΚ στο εσωτερικό παρά ως βήμα προς την ανεξαρτησία και κατάφερε να αποδυναμώσει σημαντικά την κουρδική οντότητα, στερώντας της την ζωτικής οικονομικής σημασίας πετρελαιοπαραγωγό ζώνη του Κιρκούκ. Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, η πολιτική κίνηση του Μασούντ Μπαρζανί αποδεικνύεται εσφαλμένη και το τίμημα που καλείται να πληρώσει η Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση του Ιράκ είναι ιδιαίτερο υψηλό. Η Τεχεράνη από την πλευρά της, έχοντας συμβάλει αποφασιστικά στον καθορισμό των εξελίξεων, θα πρέπει να διαχειριστεί τις αντιδράσεις που θα προκύψουν από την επίδειξη δύναμης στο Ιράκ και από ενδεχόμενους εξισορροπητικούς συνασπισμούς.
[1] Γνωστού και ως Daesh (Ντές), που προκύπτει από το ακρωνύμιο της σαλαφιστικής-τζιχαντιστικής οργάνωσης ως «Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Ευρύτερης Συρίας» στην αραβική γλώσσα.
[2] Η Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση αγνόησε σε πολλές περιπτώσεις τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Ιράκ, με χαρακτηριστικότερη την παράκαμψη της ιρακινής κρατικής εταιρίας πετρελαίου και την απευθείας εξαγωγή πετρελαίου μέσω της Τουρκίας, χωρίς την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης.
[3] Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από το 1936, υπήρξαν επαφές και περιπτώσεις συντονισμού της δράσης των τριών κρατών προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του κουρδικού εθνικού κινήματος. Στις 8 Ιουλίου του 1937, υπέγραψαν τη Συνθήκη της Σαανταμπάντ, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε (σύμφωνα με το άρθρο 7) την ανάληψη κοινής δράσης εναντίον οργανώσεων και ένοπλων συμμοριών που επεδίωκαν να ανατρέψουν την κατεστημένη τάξη των τριών κρατών. βλ. Ismet Vanly, «Το Κουρδιστάν του Ιράκ», στο Gérard Chaliand (μτφ Εύη Νάντσου), Οι Κούρδοι, Λαός χωρίς ελεύθερη πατρίδα, Εκδόσεις Θετίλη, Αθήνα, 1978, σελ. 238.
[4] Αν και πολλά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν ότι οι συνοριακές διαβάσεις έχουν κλείσει, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν δήλωσε στις 15 Οκτωβρίου ότι το μέτρο δεν έχει υλοποιηθεί, αλλά είναι υπό εξέταση έπειτα από αίτημα της ιρακινής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. http://en.isna.ir/news/96072313000/Iran-denies-closure-of-border-with-Iraqi-Kurdish-region
[5] Tamer Badawi, “The Dilemma of KRG Trade”, Sada, Carnegie Endowment for International Peace, October 18, 2017.
[6] http://en.farsnews.com/newstext.aspx?nn=13960713000309
[7] Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πλειονότητα των Κούρδων του Ιράκ διατηρεί ισχυρότερους δεσμούς με τους Κούρδους του Ιράν παρά με αυτούς της Τουρκίας. Χρησιμοποιούν την ίδια κουρδική διάλεκτο (Σορανί) και το αραβικό-περσικό αλφάβητο, σε αντίθεση με την πλειονότητα των Κούρδων της Τουρκίας, οι οποίοι ομιλούν τη διάλεκτο Κουρμάντζι και χρησιμοποιούν το λατινικό-τουρκικό αλφάβητο.
[8] Το Μεγάλο Κουρδιστάν διαιρείται σε τέσσερα τμήματα. Πέρα από το Ροτζχελάτ που ταυτίζεται με τις βορειοδυτικές περιοχές του Ιράν αναφέρονται η Ροτζάβα (Δυτικό Κουρδιστάν-Συρία), το Μπακούρ (βόρειο Κουρδιστάν- Τουρκία) και το Μπασούρ (Νότιο Κουρδιστάν-Ιράκ)
[9] Το πλέον αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Μαχαμπάντ το 1946, όταν οι Κούρδοι εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας που προέκυψε μετά την εισβολή Βρετανών και Σοβιετικών στο Ιράν, συγκρότησαν ένα βραχύβιο κράτος. Η πιο σημαντική όμως εξέγερση σημειώθηκε μετά την επιτυχία της Ισλαμικής Επανάστασης το 1979 και ήταν αυτή που προκάλεσε τα περισσότερα θύματα μεταξύ των Κούρδων του Ιράν.
[10] http://www.euronews.com/2017/10/05/kurdistan-is-the-new-israel-says-iran