Οι φετινές προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της χώρας. Ένας υποψήφιος χωρίς προηγούμενη πολιτική ή στρατιωτική εμπειρία, χωρίς την υποστήριξη της ηγεσίας του κόμματος που εκπροσωπούσε, διεξήγαγε μία ερασιτεχνική προεκλογική εκστρατεία και επικράτησε της έμπειρης αντιπάλου του, διαψεύδοντας τους ειδικούς και ταπεινώνοντας το πολιτικό κατεστημένο.
Κάθε φαινόμενο βέβαια έχει την εξήγησή του. Ο κύριος Trump κατέκτησε τη θέση του υποψήφιου του ρεπουμπλικανικού κόμματος, παραμερίζοντας πολλούς, μέτριους μεν αλλά έμπειρους αντιπάλους, με τη βοήθεια ενός πυρήνα φανατικών οπαδών που τον στήριξαν χωρίς δισταγμούς και καθ’ όλη τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα. Οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως άνδρες, λευκοί, χωρίς πανεπιστημιακή παιδεία, αλλά και οι οικογένειές τους, πιστεύουν πως έχουν αδικηθεί από τις εξελίξεις των τελευταίων 30-40 ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η παγκοσμιοποίηση και το κυνήγι του χαμηλού κόστους παραγωγής οδήγησε στην απώλεια ιδιαίτερα επικερδών θέσεων εργασίας στη βιομηχανία και κατά συνέπεια στη σημαντική απώλεια εισοδήματος για κάποιες περιοχές στο εσωτερικό κυρίως των ΗΠΑ. Το χάσμα όμως μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε υπέρμετρα, με το «εύκολο» χρήμα τομέων όπως το χρηματιστήριο, οι τράπεζες και οι διαδικτυακές επιχειρήσεις να συγκεντρώνεται σε αστρονομικά ποσά στα χέρια των αυτάρεσκων κατοίκων της ανατολικής και δυτικής ακτής της χώρας. Ακόμη χειρότερα, οι τελευταίοι φαινόταν να ελέγχουν την πολιτική ζωή, αλλά και να προσπαθούν να επιβάλουν τις φιλελεύθερες, προοδευτικές απόψεις τους στους πλησιέστερους σε παραδοσιακά αμερικανικά πρότυπα κατοίκους της ενδοχώρας.
Επρόκειτο λοιπόν για μία απαράδεκτη κατάσταση, όπου οι λευκοί, σκληρά εργαζόμενοι, πιστοί στις παραδόσεις τους Αμερικανοί περνούσαν στο περιθώριο, ενώ η χώρα έχανε τον χαρακτήρα που την είχε οδηγήσει στην ζηλευτή παγκοσμίως θέση της. Οι ευθύνες αποδόθηκαν στους συνήθεις ύποπτους: το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον που εξυπηρετεί τον εαυτό του και όχι τα συμφέροντα του έθνους, τους μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές, εγκληματούν και επιβαρύνουν το κράτος πρόνοιας και την ενδοτική στάση των Δημοκρατικών που ισχυροποιούν αποθρασυμένες μειοψηφίες. Λογικά επιχειρήματα, όπως για παράδειγμα ότι οι μετανάστες, ανειδίκευτοι και χωρίς γνώση αγγλικών κατά κανόνα δεν αποτελούν επαγγελματική απειλή ή ότι στο νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον το μέλλον ανήκει σε επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και εξειδίκευσης, αποδείχθηκαν ανεπαρκή αντίδοτα στη συναισθηματική έξαρση που προκαλεί η οργή.
Την ατμόσφαιρα δηλητηρίασαν μέσα ενημέρωσης, που απέκτησαν ένα αφοσιωμένο, αχόρταγο κοινό «διαμορφώνοντας» την πραγματικότητα και στοχοποιώντας με επιθετικό έως υβριστικό τρόπο τους εχθρούς του «έντιμου πολίτη», Δημοκρατικούς πολιτικούς, μετανάστες, προοδευτικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, φεμινίστριες, ομοφυλόφιλους, ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί έσπευσαν να επωφεληθούν, υποθάλποντας λαϊκίστικες, υπεραπλουστευμένες ερμηνείες των πραγμάτων και νομιμοποιώντας με την ανοχή τους ένα επιθετικό, μισαλλόδοξο, ψευδολογικό δημόσιο ήθος.
Κανείς όμως μέχρι την εμφάνιση του κυρίου Trump δεν είχε τολμήσει να ταυτιστεί ανοιχτά με αυτήν την ακραία συνθηματολογία. Ο νεοεκλεγείς Αμερικανός πρόεδρος αντιλήφθηκε το κενό και έκανε το κρίσιμο βήμα. Οι ιδέες και τα συνθήματα της σκληρής λαϊκής δεξιάς έγιναν οι ιδέες, οι εξαγγελίες και η ρητορική της προεκλογικής του εκστρατείας. Οι ιαχές των οπαδών του “lock her up” («κλείστε τη μέσα» με αναφορά στη Χίλαρυ Κλίντον) και “build that wall” («χτίσε τον τοίχο» που θα εμποδίσει τη μετανάστευση από το Μεξικό) ήταν ήδη «πνευματικό κτήμα» της επιθετικής ή και ακραίας δεξιάς που τον υποστήριξε. Ο λόγος του κυρίου Trump, που σόκαρε τους φιλελεύθερους και τους καθωσπρέπει, ήταν για πολλούς Αμερικανούς απόδειξη πως δεν μασούσε τα λόγια του και δεν ανήκε στο υποκριτικό, ιδιοτελές κατεστημένο. Τίποτα δεν μπορούσε να τους μεταπείσει: τα προσβλητικά σχόλια, οι καταφανώς ανέφικτες λύσεις, η συνεχής αλλαγή θέσεων, οι απόψεις του για τις γυναίκες. Ο κύριος Trump ήταν ο λαϊκός ήρωας που απλά υπερέβαλε για να αντιμετωπίσει το πανίσχυρο κατεστημένο.
Αντίθετα την κυρία Κλίντον βάρυνε το στίγμα της κατεξοχήν συστημικής υποψήφιας με σχεδόν τριάντα χρόνια παρουσίας στους διαδρόμους της εξουσίας, σε μια εκλογική αναμέτρηση που η άκαρδη, ιδιοτελής Ουάσινγκτον είχε στοχοποιηθεί ως κύριος υπεύθυνος για τα δεινά του έθνους. Έτσι η κυρία Κλίντον, με τη μετρημένη της συμπεριφορά και τα λογικά της επιχειρήματα δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί από τα επιτεύγματα της κυβέρνησης Ομπάμα της οποίας και θα αποτελούσε συνέχεια (αριθμοί όπως ετήσια ανάπτυξη 2% και ανεργία 4,6% ανήκουν στο χώρο του ονειρικού για τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο). Κέρδισε μεν τη λαϊκή ψήφο με πάνω από 2 εκατομμύρια διαφορά, όμως ο ιδιαίτερος ρόλος των πολιτειών στο εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ χάρισε τη νίκη στον κύριο Trump.
Η υποστήριξη βέβαια του σκληρού πυρήνα της λαϊκής δεξιάς, αν και αποφασιστική στη διάρκεια των προκριματικών εκλογών και ουσιώδης για τη διατήρηση υψηλού ηθικού στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δεν αρκεί για να ερμηνεύσει τη νίκη του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου. Τη νίκη χάρισαν στον κύριο Trump οι μετριοπαθέστεροι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων, που αγνόησαν αυτό που ο Economist αποκάλεσε «ο ευτελισμός της αμερικανικής πολιτικής ζωής», με στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων τους: μείωση των φόρων, λιγότερους κανόνες για την επιχειρηματική και οικονομική δραστηριότητα, λιγότερο κράτος (και ακόμη λιγότερο κράτος πρόνοιας) και μία κοινωνία πιο συντηρητική, πιο περιχαρακωμένη.
Κατά πάσα πιθανότητα οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για την προεδρία Trump δεν θα επαληθευτούν. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει ήδη μετριάσει τις ακραίες του θέσεις για πολλά θέματα, ενώ η μέχρι στιγμής επιλογή στελεχών για το Λευκό Οίκο και το Υπουργικό Συμβούλιο είναι επίσης καθησυχαστική. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία στυλοβάτες του κατεστημένου και θιασώτες της πεπατημένης, οι νέοι αξιωματούχοι περιλαμβάνουν δύο τουλάχιστον δισεκατομμυριούχους, δύο στελέχη μεγάλων τραπεζών, μία επί μακρόν υπουργό στην κυβέρνηση του νεότερου προέδρου Μπους και ένα στρατηγό, υπουργό Άμυνας που υποστηρίζει την τήρηση της συμφωνίας με το Ιράν και δυσπιστεί έναντι των Ρώσων.
Αναπόφευκτα βέβαια θα υπάρξουν κάποιες, πιθανόν δυσάρεστες αλλαγές. Οι υποσχέσεις που αφειδώς δόθηκαν προεκλογικά πρέπει σε κάποιο βαθμό να τηρηθούν. Έτσι μάλλον θα σκληρύνει η μεταναστευτική πολιτική, θα περιοριστεί το κράτος πρόνοιας, θα επιλεγούν συντηρητικοί δικαστές για το ανώτατο δικαστήριο, ενώ θα ενισχυθούν οι συντηρητικές θέσεις σε θέματα όπως η παιδεία, η οπλοκατοχή, οι αμβλώσεις και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το πρόγραμμα του κυρίου Trump θα κάνει την Αμερική σπουδαία ξανά, όπως υποσχέθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία, γιατί δε γνωρίζουμε ποιο ακριβώς είναι. Μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι δεν θα μπορέσει να «ενώσει την Αμερική» όπως επίσης υποσχέθηκε. Το χάσμα που πλέον χωρίζει τους υποστηρικτές των δύο κομμάτων είναι πολύ μεγάλο. Οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τους Δημοκρατικούς για έλλειψη πατριωτισμού και ιδιοτέλεια αφού στηρίζουν θέσεις που κατά τη γνώμη τους έρχονται σε αντίθεση με τα εθνικά συμφέροντα. Για τους Δημοκρατικούς οι Ρεπουμπλικάνοι είναι στενοκέφαλοι, αντιδραστικοί, άπληστοι ή και ρατσιστές.
Βέβαια η δημόσια διατύπωση τέτοιων απόψεων θα παραμείνει η επιλογή μιας πολύ μικρής μειοψηφίας. Θα επηρεάζουν όμως τη σκέψη πολλών, με αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία της κοινωνίας. Πρέπει επίσης να αναμένονται αντιδράσεις, αν επιχειρηθούν αλλαγές σε καίριους τομείς της φιλελεύθερης ατζέντας, όπως η προστασία των ευπαθών ομάδων, η ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής και οι αμβλώσεις. Στην Αμερική υπάρχει μεγάλη παράδοση διαμαρτυρίας και επιτυχημένης λαϊκής κινητοποίησης, συμπληρωματικά αλλά και ενάντια στο κράτος. Οι διαδηλώσεις που συνόδεψαν την εκλογή Trump αποτελούν μόνο μία πρόγευση αυτού που, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί να ακολουθήσει.
Αναμφίβολα τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για ολόκληρο τον πλανήτη αρχίζει μια εποχή αβεβαιότητας. ‘Όμως βασικό συστατικό της επιτυχίας της Αμερικανικής Πολιτείας υπήρξε η διάθεση για συμβιβασμό, για εκτόνωση ή περιορισμό των συγκρούσεων πριν οδηγήσουν σε ανήκεστο βλάβη. Θέλω να πιστεύω πως η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών, μαζί τους και ο κύριος Trump γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις, χρήσιμες ως μέσο συναισθηματικής αποφόρτισης και σε πράξεις που μπορεί να επιβραδύνουν την λαμπρή πορεία της Αμερικανικής Δημοκρατίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Πολιτικό Ημερολόγιο 2017 που επιμελείται ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πλάκας.