Εμπιστοσύνη, Πολίτης και Πολιτεία στη Σύγχρονη Ελλάδα | Ινστιτούτο Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Αμυντικών Αναλύσεων

Εμπιστοσύνη, Πολίτης και Πολιτεία στη Σύγχρονη Ελλάδα

Αναλύσεις | 15/01/2020


Του Νίκου Ζαχαριάδη, Καθηγητή στην Έδρα Mertie Buckman στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Rhodes College

Η μεγαλύτερη πρόκληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη -και όχι μόνον- είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης του Έλληνα πολίτη προς το κράτος. Είναι πρόβλημα πολυσύνθετο, δυσεπίλυτο, και μακροχρόνιο. Η χώρα θα ευημερήσει μόνον αν λυθεί η τουλάχιστον αντιμετωπισθεί θετικά και σε βάθος χρόνου.

Η εμπιστοσύνη είναι ο συνδετικός κρίκος στη σύγχρονη δημοκρατία που συνδέει πολίτη και κράτος θέτοντας τις βάσεις μιας ευημερούσας και δυνατής πολιτείας. Ορίζω τον όρο ως πίστη στις αρετές, ικανότητες, και στήριξη ενός μέρους στο άλλο σε μιά ανθρώπινη σχέση. Εμπιστοσύνη προυποθέτει σεβασμό και τιμιότητα, στην περίπτωσή μας σε πολιτικό επίπεδο. 

Όταν υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης τότε το κενό καλύπτεται συνήθως με ισχύ ή πόλεμο. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα των θεωρητικών του 17ου-18ου αιώνα (Locke, Rousseau κλπ), οι οποίοι έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατίας ξανανακαλύπτοντας τους αρχαίους φιλόσοφους και μιλώντας για το κοινωνικό συμβόλαιο. Το τελευταίο θέτει ως βάση της δημοκρατίας όχι την ισχύ, αλλά την εμπιστοσύνη του πολίτη προς στην πολιτεία οτι θα δομηθεί και θα ισχύσει το κράτος δικαίου.

Στην κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αυτή η εμπιστοσύνη χάθηκε -η διαδικασία φυσικά άρχισε πολύ πριν την κρίση- και αντικαταστάθηκε απο έναν ύποπτο, όπως εφαρμόστηκε, όρο, την κοινωνική αλληλεγγύη. Επαναλαμβάνω το πρόβλημα είναι η εφαρμογή και όχι ο όρος κοινωνική αλληλεγγύη. Διότι σε μια χώρα όπου ο κοινωνικός ιστός έχει σαπίσει σε βάθος χρόνου, αλληλεγγύη έφτασε να ονομάζεται η φορομπηχτική ανακατανομή πλούτου απο τους υμέτερους στους ημέτερους στο όνομα καποιας άμορφης μάζας που οι πολιτικοί ονομάζουν λαό.

Η πρόκληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι να αναστρέψει το κλίμα και να θέσει ως βάση της υγιούς δημοκρατίας και κοινωνικής ευημερίας τέσσερα πράγματα. Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης του Ελληνα πολίτη προς το κράτος επιβάλλει τις ακόλουθες πολιτικές σε στατιστική βάση, δηλ. είναι αναγκαίες αλλά όχι απαραίτητα ικανές συνθήκες:

  1. Πρέπει ο δημόσιος διάλογος, η πολιτική, και τα αποτελέσματα να μνημονεύονται, συζητούνται, επικροτούνται, ή απορρίπτονται σε ατομική και όχι σε αποκλειστικά συλλογική βάση. Η εμπιστοσύνη δηλαδή είναι χαρακτηριστικό του Ελληνα πολίτη και όχι κάποιας άμορφης έννοιας που πανούργοι πολιτικοί ονομάζουν λαό. Και τούτο διότι ο λαός ορίζεται απο τον καθένα, ενώ ο πολίτης προϋπάρχει.
  2. Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης επιβάλλει άμεσα θετικά και απτά αποτελέσματα. Σχέση, είτε κοινωνική είτε προσωπική, χωρίς θετικά αποτελέσματα δεν ευημερεί. Χρειάζονται άμεσα και επειγόντως επενδύσεις απο το εξωτερικό. Εφόσον αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ευημερίας είναι οι επενδύσεις και όχι η κατανάλωση, οι επενδύσεις απο το εξωτερικό (διότι υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας στο εσωτερικό) ενδέχεται να φέρουν αύξηση του εισοδήματος. Όσο αυτή η αύξηση φαίνεται σε προσωπικό επίπεδο, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες εμπιστοσύνης οτι «οι θυσίες πιάνουν τόπο».  Οπως κατέδειξε η κρίση, χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη και κατανάλωση χωρίς ανάπτυξη οδηγεί μόνο στον δανεισμό και την καταστροφή. Αν ο διάλογος γίνει σε συλλογικό επίπεδο, όπως έγινε επανειλημένα, τότε υπάρχει ορατός κίνδυνος να πιστέψουν οι πολίτες οτι αυξάνει ο πλούτος αλλά επωφελούνται μόνον οι ημέτεροι. Κερδίζουμε συνολικά αλλά χάνουμε ατομικά.
  3. Πρέπει να βελτιωθεί η καθημερινότητα του Ελληνα πολίτη. Εμπιστοσύνη χωρις βελτίωση στο επίπεδο ζωής δεν γίνεται διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Αυτό γίνεται μόνο με την απλοποίηση της γραφειοκρατείας και την εκ βάθους μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα. Υπάρχει η αντίληψη, λανθασμένη ή όχι, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες είναι πλέον κράτος εν κράτει, όπου κυριαρχεί τεμπελιά, ασυδοσία, και ανευθυνότητα. Δεν είναι ακριβής η εικόνα, αλλά υπάρχουν αρκετά παραδείγματα για να πείσουν τις προκαταλήψεις μας ότι έτσι είναι τα πράγματα. Για να αλλάξει αυτή η αντίληψη, απαιτούνται βαθιές δομικές τομές και αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Για παράδειγμα, και για να απαντήσω σε μια δημόσια υπάλληλο που συνάντησα στο ταχυδρομείο πριν τέσσερα χρόνια και η οποία διέκοψε την αριθμητική σειρά για να εκφωνήσει με στόμφο ότι προηγούνται στην εξυπηρέτηση οι δημόσιοι υπάλληλοι: “Όχι κυρία μου, οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού στον βωμό κάποιου δημόσιου υπάλληλου”. Οι υπάλληλοι πρέπει να εξυπηρετούν τους πολίτες και όχι οι πολίτες τους υπάλληλους. Για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο δημόσιο απαιτούνται κυρώσεις όταν γίνονται λάθη και επικρότηση όταν γίνονται πράγματα σωστά. Και η αρχή πρέπει να γίνει με αποκέντρωση και ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Δηλαδή περισσότερες δικαιοδοσίες στην τοπική αυτοδιοίκηση και περισσότερες κυρώσεις έτσι ώστε το μέν κράτος να έρθει πιό κοντά στον Ελληνα πολίτη και ο δε Ελληνας πολίτης να αναλάβει τις ευθύνες του σε προσωπικό και τοπικό επίπεδο.
  4. Η εμπιστοσύνη προϋποθέτει κριτκή σκέψη και αυτό συνεπάγεται παιδεία και όχι μόνο μόρφωση. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ξοδεύει το λιγότερο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού της στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το τέταρτο λιγότερο σε ποσοστό ΑΕΠ απο όλες τις χώρες-μέλη του οργανισμού. Γνωρίζουμε πολύ καλά τις άθλιες επιδόσεις μας στον διαγωνισμό PISA. Εχουμε τους περισσότερους αναλογικά σε πληθυσμό προπτυχιακούς φοιτητές στην ηλικία 19-24 σε ολόκληρο τον κόσμο, αν υποθέσουμε οτι η εκπαίδευση είναι χαρακτηριστικό των πλουσιώτερων χωρών. Και όμως σε δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις εταιρείες παραπονούνται επανειλημένα οτι δεν μπορούν να βρούν κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό. Το συμπέρασμα, και δεν λέω τίποτε καινούργιο, είναι οτι παράγουμε μορφωμένους ανθρώπους χωρίς δεξιότητες, δίνουμε πτυχία χωρίς αντίκρυσμα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Μόρφωση χωρίς παιδεία παράγει ημιμάθεια και καταστρέφει την κριτική σκέψη. Για να ανακτηθεί η εμπιστοσύσνη πρέπει ο Έλληνας πολίτης να πιστέψει ότι η παιδεία είναι επένδυση ζωής και όχι ένα χαρτί χωρίς αντίκρυσμα. Για να μπορέσει να κρίνει αυτό το αποτέλεσμα, πρέπει το κράτος να επενδύσει στον πολίτη για να επενδύσει και ο πολίτης με την σειρά του στο κράτος. Η σχέση είναι αμφίδρομη και η επένδυση και η εμπιστοσύνη αρχίζουν από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Το καλό με την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι οτι έχει ήδη αρχίσει να επενδύει σε μερικές απο τις προαναφερθείσες πολιτικές. Το θέμα είναι πόσα  στρατηγικά λάθη, υπαναχωρήσεις, και διορισμούς θα κάνει χωρίς να τραυματίσει θανάσιμα τις προσδοκίες για ανάκτηση εμπιστοσύνης; Θέλουν αλλά μπορούν; Μόνον ο χρόνος θα δείξει.

Το κείμενο αποτελεί μέρος της σειράς αναλύσεων του ΙΔΕΑΑ για το 2020 με τίτλο: “Εμείς και ο Κόσμος το 2020” που θα ολοκληρωθούν μέσα στον Ιανουάριο του 2020. Η αναπαραγωγή του περιεχομένου επιτρέπεται με αναφορά στον συγγραφέα και στο ΙΔΕΑΑ και σύνδεσμο στην αρχική πηγή του άρθρου. Για επικοινωνία με τον συγγραφέα του άρθρου: e-mail.