Εστίες Παγκόσμιας Αναταραχής στη Μέση Ανατολή | Ινστιτούτο Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Αμυντικών Αναλύσεων

Εστίες Παγκόσμιας Αναταραχής στη Μέση Ανατολή

Αναλύσεις | 19/01/2017 | George Spiropoulos


 

Έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα των Αραβικών εξεγέρσεων η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο ασταθείς περιφέρειες παγκοσμίως. Στην παρούσα διεθνοπολιτική συγκυρία οι δυναμικές ασφαλείας καθορίζονται από μία σειρά κρίσεων που εκτυλίσσονται στην περιοχή. Οι τέσσερις ενεργές εστίες συγκρούσεων στη Συρία, στο Ιράκ, στην Υεμένη και στη Λιβύη συγκροτούν ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ πλανητικών, περιφερειακών και τοπικών δρώντων. Εντός του 2016, παγιώθηκε η ρωσική παρουσία στη Συρία, που μετέβαλε τους συσχετισμούς ισχύος και οδήγησε το καθεστώς του Άσαντ σε μία σειρά στρατιωτικών επιτυχιών. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης της παγκόσμιας πολιτικής των ΗΠΑ και τη μερική απεμπλοκή της από τη Μέση Ανατολή, περιφερειακές δυνάμεις ανέλαβαν πρωτοβουλίες και ανέπτυξαν αυτόνομη δράση. Στο προσκήνιο παρέμεινε η βασική περιφερειακή αντιπαράθεση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, διατηρώντας μία έντονα σεχταριστική διάσταση, ενώ η Τουρκία με τη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία αλλά και την παρουσία της στο βόρειο Ιράκ περιπλέκει το γεωπολιτικό παιχνίδι.  Κατά το παρελθόν έτος, η τζιχαντιστική οργάνωση του αποκαλούμενου «Ισλαμικού Κράτους» απώλεσε επιπλέον εδάφη και ζώνες επιρροής λόγω του συντονισμένου αγώνα εναντίον της από τοπικές και εξωτερικές δυνάμεις τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Σημαντική συνέπεια των εξελίξεων αποτελεί το φαινόμενο διάχυσης της ανασφάλειας που προκαλούν οι προσφυγικές ροές εντός της περιφέρειας αλλά και προς την Ευρώπη.

Αναμφίβολα, ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας αποτελεί το κορυφαίο γεγονός για τις διεθνείς σχέσεις της Μέσης Ανατολής, κυρίως επειδή περιλαμβάνει και συμπυκνώνει μία σειρά αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων που παρατηρούμε στην περιφέρεια τα τελευταία χρόνια. Το τέλος του 2016 βρίσκει το καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ και τους συμμάχους του να προελαύνουν στο Ανατολικό Χαλέπι και να αποκτούν τον πλήρη έλεγχο της πόλης. Η επίμονη και ανηλεής στρατηγική της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την αποφασιστική παρέμβαση της Ρωσίας, φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Το καθεστώς έχει επίσης ισχυροποιήσει τις θέσεις του στην περιφερειακή ζώνη της Δαμασκού, τόσο με την ανακατάληψη εδαφών όσο και μέσω της επίτευξης συμφωνιών με αντικαθεστωτικές οργανώσεις που βρίσκονταν «υπό πολιορκία» από τις κυβερνητικές δυνάμεις και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Οι ομάδες των ανταρτών που δρουν στην περιοχή της ανατολικής Γκούτα, όπως και αυτές στην επαρχία Νταράα στο νότο, δεν εμφανίζονται ικανές να σημειώσουν οποιαδήποτε στρατιωτική επιτυχία στην παρούσα φάση, κυρίως λόγω των συνεχών εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν εντός του έτους να ελέγξουν μία ευρεία περιοχή της συριακής ενδοχώρας που περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες πόλεις καθώς και την ζώνη μεταξύ του ποταμού Ορόντη και των Μεσογειακών ακτών που θεωρείται ως κοιτίδα των Αλαουιτών- της κοινότητας δηλαδή από όπου προέρχονται τα περισσότερα μέλη του καθεστώτος. Ο πραγματιστής Άσαντ επικέντρωσε τις πολεμικές του προσπάθειες στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, την οποία θεώρησε ότι μπορεί να ελέγξει, και ενίσχυσε την διαπραγματευτική του θέση σε μία ενδεχόμενη ειρηνευτική διαδικασία που θα καθορίσει την πολιτική μορφολογία της νέας Συρίας.

Αναφορικά με τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις -εξαιρώντας την οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους-, η αδυναμία τους να συγκροτήσουν ένα ενιαίο μέτωπο φαίνεται να αποτελεί την κύρια αιτία της αποτυχίας τους. Η εξέγερση στο νότο έχει παγώσει τον τελευταίο χρόνο, ιδιαίτερα μετά τις συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί μεταξύ της Ρωσίας και της Ιορδανίας, με τη δεύτερη να ανησυχεί για το ενδεχόμενο μετάδοσης του χάους και της ανασφάλειας στο εσωτερικό της. Η μόνη σημαντική ζώνη ελέγχου, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για επέκταση και αύξηση της επιρροής των ανταρτών είναι η επαρχία του Ίντλιμπ. Όμως, η πολυδιάσπαση και ο φατριασμός δεν επιτρέπουν την ανατροπή της υφιστάμενης δυναμικής. Επιπρόσθετα, η επικράτηση ακραίων ισλαμιστικών τάσεων στις σημαντικότερες από πλευράς ισχύος και απήχησης οργανώσεις κάνει αδύνατη την εξασφάλιση της υποστήριξης των Δυτικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, στην περιοχή του Ίντλιμπ, οι οργανώσεις Jabhat Fatah al-Sham και  Ahrar al-Sham, μπορεί να είναι οι μόνες που διαθέτουν την οργάνωση και το ειδικό βάρος για να αντιπαρατεθούν στις κυβερνητικές δυνάμεις, όμως η ριζοσπαστική ισλαμιστική ιδεολογία των ηγετών και των μελών της καθιστά απαγορευτική τη συνεργασία τους με τη Δύση.

Αντιθέτως, στο βόρειο μέτωπο καθώς και στη ζώνη του ποταμού Ευφράτη η συνεργασία των ΗΠΑ και της Γαλλίας με την κουρδική πολιτιφυλακή συνέβαλε στη μεταβολή της ισορροπίας ισχύος εις βάρος της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους. Η συγκρότηση της συμμαχίας των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), που περιλαμβάνει πέρα από τους Κούρδους, Άραβες και Ασσύριους, σε συνδυασμό με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς θέσεων των τζιχαντιστών, έφερε αποτελέσματα και προκάλεσε τη συρρίκνωση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους και την απώλεια εδαφών. Εντούτοις, η προοπτική ελέγχου μίας εδαφικά συνεχούς λωρίδας γης κατά μήκος των συρο-τουρκικών συνόρων από τις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού  (YPG) -που αποτελούν το κυρίαρχο τμήμα των SDF- προκάλεσε την τουρκική αντίδραση και την στρατιωτική της επέμβαση στη Συρία, που φέρει το όνομα επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» και έχει ως πρόφαση την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών. Η εν λόγω εξέλιξη περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή και είναι πιθανό να προκαλέσει ένα νεό γύρο συγκρούσεων με καινούργιους πρωταγωνιστές στο συριακό θέατρο του πολέμου. Η παράλληλη επιχείρηση «Οργή του Ευφράτη» που ανακοίνωθηκε από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, έχει ως στόχο την κατάληψη της βάσης ισχύος του Ισλαμικού Κράτους, της πόλης Ράκα. Το ενδεχόμενο σύγκρουσης των τουρκικών με τις κουρδικές δυνάμεις σε συριακό έδαφος είναι πλέον ορατό και θα αποτελέσει μια δοκιμασία για τη νέα διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και για τη Ρωσία.

Στο πεδίο του εμφυλίου πολέμου της Συρίας λοιπόν, οι επικρατούσες δυναμικές κάθε άλλο παρά ευνοούν την εξομάλυνση της κατάστασης. Η ενίσχυση της θέσης του καθεστώτος του Άσαντ αποτελεί σημαντική εξέλιξη, δεν θα πρέπει όμως να αγνοηθεί το γεγονός ότι αυτή εξαρτάται από ένα πλήθος εξωτερικών παραγόντων: από την στρατιωτική παρουσία της λιβανέζικης σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ καθώς και πλήθους σιιτικών ένοπλων πολιτοφυλακών με προέλευση κυρίως από το Ιράκ, από την υλική και οικονομική υποστήριξη του Ιράν αλλά κυρίως από την στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας που ανέτρεψε τις ισορροπίες. Η οικονομική εξάντληση και η αδυναμία στρατολόγησης νέων μαχητών καθιστούν την κυβέρνηση Άσαντ εξαρτημένη από τους συμμάχους της. Όσον αφορά τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, η απογοήτευση από τις τελευταίες απώλειες εδαφών και η δυσοίωνη προοπτική σχετικά με μία ενεργότερη ανάμειξη των ΗΠΑ στη σύγκρουση κάνουν ακόμη δυσκολότερη τη θέση τους. Καθοριστική σημασία για το μελλοντικό τους ρόλο θα διαδραματίσει η Τουρκία, η επικείμενη σύγκρουσή της με τις κουρδικές δυνάμεις και η διαμόρφωση της σχέσης της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία.

Είναι γεγονός ότι κατά τον τελευταίο χρόνο επιταχύνθηκε η διαδικασία αποδυνάμωσης της τζιχαντιστικής οργάνωσης του αποκαλούμενου «Ισλαμικού Κράτους», το οποίο έχει απωλέσει τον έλεγχο πολλών κέντρων ισχύος του καθώς και μεγάλο αριθμό μαχητών λόγω των αεροπορικών βομβαρδισμών και των συγκρούσεών του με τον Ιρακινό στρατό και πλήθος ένοπλων οργανώσεων στη Συρία και στο Ιράκ. Η προοπτική της απώλειας της Μοσούλης καθώς και της πόλης Ράκα θα καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στην οργάνωση. Το γεγονός όμως ότι το Ισλαμικό Κράτος φαίνεται να μην έχει μέλλον ως αυτόνομη οντότητα με θεσμούς διακυβέρνησης, δεν σημαίνει την υποβάθμιση της απειλής τρομοκρατικών επιθέσεων. Η διάλυση του «Χαλιφάτου» θα μπορούσε ενδεχομένως να συνοδευθεί από αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Μέση Ανατολή και στη Δύση. Για τον λόγο αυτό ο πόλεμος εναντίον του ισλαμιστικού εξτρεμισμού κάθε άλλο παρά βρίσκεται στο τέλος του. Επιπρόσθετα, τη διάλυση του Ντάες θα μπορούσε να ακολουθήσει ένας νέος βίαιος αγώνας μεταξύ αντιπαρατιθέμενων ομάδων για τον έλεγχο των εγκαταλελειμένων περιοχών.

Εντέλει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις στη Συρία με ασφάλεια. Παρόλο που έχει επικρατήσει να αναφέρουμε ότι αποτελεί μία σύγκρουση των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων «δια αντιπροσώπων» (proxy war), στην πραγματικότητα ο τοπικός χαρακτήρας, η εθνοτική-θρησκευτική κατανομή του πληθυσμού, η γεωγραφία και οι σχέσεις με εξωτερικές δυνάμεις καθορίζουν τις διαδράσεις ασφαλείας.

Απόρροια της κρίσης στη Μέση Ανατολή το Προσφυγικό

Απόρροια των κρίσεων στη Μέση Ανατολή αποτελεί το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο απειλεί να συμπαρασύρει στην αστάθεια και στη βία τα γειτονικά κράτη των εμπόλεμων περιοχών. Η πλειοψηφία των περίπου πέντε εκατομμυρίων καταγεγραμμένων Σύριων προσφύγων έχει καταφύγει στο Λίβανο, στην Ιορδανία και στην Τουρκία. Στο Λίβανο, η παρουσία ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων σε ένα μικρό κράτος που έχει πολωθεί λόγω του συριακού εμφυλίου πολέμου και του οποίου η εύθραυστη πολιτική ισορροπία στηρίζεται σε ένα κοινοτικό σύστημα απειλεί να μεταβάλει τις ισορροπίες. Ο σουνιτικός εξτρεμισμός, ο οποίος ήδη βρισκόταν σε άνοδο σε συγκεκριμένες περιοχές οπως η Τρίπολη και η Σιδώνα, ενισχύθηκε λόγω της δράσης ριζοσπαστικοποιημένων Σύριων προσφύγων. Ο ρόλος της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο πλευρό του καθεστώτος του Άσαντ δημιουργεί συγκρουσιακές συνθήκες στο εσωτερικό του κράτους. Ανησυχητική είναι η κατάσταση και στο Χασεμιτικό βασίλειο της Ιορδανίας, όπου η ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος του πληθυσμού απειλεί τη μοναρχία και την σταθερότητα της χώρας.  Τα δομικά οικονομικά προβλήματα, πολλαπλασιάζονται λόγω της αδυναμίας οικονομικής διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος και παράλληλα αυξάνεται η εξάρτηση από την εξωτερική οικονομική βοήθεια. Στην Τουρκία η κατάσταση είναι διαφορετική, λόγω του μεγέθους της χώρας, όπου υφίστανται οι δυνατότητες απορρόφησης ενός μεγάλου τμήματος των προσφύγων από την αγορά εργασίας. Παράλληλα, η Τουρκία επιχειρεί και έχει καταφέρει να εργαλειοποιήσει το προσφυγικό ζήτημα προκειμένου να προωθήσει τα συμφεροντά της στο πλαίσιο των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχοντας κάνει εμφανή την δυνατότητά της να ελέγχει τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές διαμέσου του Αιγαίου, η Άγκυρα τη χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό όπλο. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, το προσφυγικό πρόβλημα παραμένει στην κορυφή της δημόσιας συζήτησης και προκαλεί πολιτικές ανακατατάξεις που θα καθορίσουν το μέλλον της ως ενιαίας οντότητας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Πολιτικό Ημερολόγιο 2017 που επιμελείται ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πλάκας.

 


Συντάκτης


Γεώργιος Σπυρόπουλος

Καθηγητής Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Διαβάστε επίσης